αὐθωρόν
English (LSJ)
Adv., immediately, Hp. Mochl. 2, Str. 3.5.7, PFlor. 186.10 (iii AD), Eun. VS p. 471 B., Agath. 3.9; — also αὐθωρεί or αὐθωρί, LXX Da. 3.15, 3 Ma. 3.25, Cic. Attic 2.13.1, Plu. 2.512e.
Greek Monolingual
(AM αὐθωρεί και αὐθωρί και αὐθωρόν) αυθωρός
την ίδια στιγμή, αμέσως.
Greek (Liddell-Scott)
αὐθωρὸν: αὐθωρεί, Ἱππ. Μοχλ. 845, Στράβ. 3. 172, Πολυδ. Ε΄, 102 κλ.