μονομερής

Revision as of 09:10, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")

English (LSJ)

ές, (μέρος) A consisting of one part, single, opp. πολυμερής, φιλοσοφία S.E.M.7.2. 2 for one side, of a bandage, Gal.18 (1).794. II ἐκ τοῦ μ. after hearing only one side, Luc.Cal.6; τὰ μ. ex parte applications, Lyd.Mag.3.15; μ. μαρτυρίαι Just.Nov.90.9. Adv. -μερῶς in a one-sided manner, Vett.Val.136.2.

German (Pape)

[Seite 204] ές, aus einem Theile od. Stücke bestehend, einfach; S. Emp. adv. math. 7, 2; Luc. Calumn. 6; Hermogen. Stas. 1 p. 7.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ne forme qu'une part, càd un tout, simple ; fig. partial.
Étymologie: μόνος, μέρος.

Russian (Dvoretsky)

μονομερής: имеющий лишь одну часть или сторону Sext.: ἐκ τοῦ μονομεροῦς Luc. выслушав лишь одну сторону.

Greek (Liddell-Scott)

μονομερής: -ές, (μέρος) ὁ ἐξ ἑνὸς μόνου μέρους ἀποτελούμενος, μόνος, ἀντίθετ. τῷ πολυμερής, Ἐρανίου Φίλωνος περὶ διαφορᾶς σημασ. σελ. 155 ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Ἀμμωνίου Valck.· ἐκ τοῦ μονομεροῦς, κατὰ μονομέρειαν, Λουκ. π. Διαβολ. 6, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 2, κτλ. ΙΙ. ὁ πρὸς τὸ ἓν μόνον μέρος κλίνων, ἄδικος, μεροληπτικός, Φωτ. Ἐπιστ. 158.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ μονομερής)
1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέρος ή τεμάχιο, μονομελής
2. μτφ. αυτός που εξετάζει κάτι μονόπλευρα, που παραβλέπει ορισμένες πλευρές ενός θέματος, μονόπλευρος, μεροληπτικός (α. «μονομερής ανάλυση» β. «μονομερεῖς μαρτυρίαι», Iουστιν)
νεοελλ.
χημ. το ουδ. ως ουσ. το μονομερές
χημική ένωση, στον μοριακό τύπο της οποίας οι δείκτες έχουν τις μικρότερες δυνατές τιμές, που καθορίζονται από τα σθένη τών αντίστοιχων ατόμων
αρχ.
1. (για επίδεσμο) αυτός που προορίζεται μόνο για ένα μέρος
2. φρ. «ἐκ τοῦ μονομεροῦς» — μεροληπτικά, άδικα.
επίρρ...
μονομερώς (ΑΜ μονομερῶς)
1. μεροληπτικά, άδικα
2. με μονομερή τρόπο, μονόπλευρα
μσν.
1. από τη μία μόνο μεριά
2. αυτοτελώς, μεμονωμένα, ανεξάρτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -μερής (< μέρος), πρβλ. ισο-μερής].

Greek Monotonic

μονομερής: -ές (μέρος), αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέρος, σε Λουκ.

Middle Liddell

μονο-μερής, ές μέρος
consisting of one part, Luc.