ξενοδόχος

Revision as of 14:10, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

v. ξενοδόκος.

German (Pape)

[Seite 277] = ξενοδόκος, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui accueille les étrangers, hospitalier.
Étymologie: ξένος, δέχομαι.

Greek Monolingual

ο, η (ΑΜ ξενοδόχος)
(νεοελλ.-μσν.) ιδιοκτήτης ή διευθυντής ξενοδοχείου
αρχ.
αυτός που περιποιείται τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. νεκρο-δόχος].

Mantoulidis Etymological

καί ξενοδόκος Ἀπό τό ξένος + δέχομαι.
Παράγωγα: ξενοδοκῶ (=φιλοξενῶ), ξενοδοχεῖον, ξενοδοχία, ξενοδοχικός, ξενοδόχημα. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα δέχομαι, καθώς καί στή λέξη ξένος.