κύτταρον
English (LSJ)
τό, = κύτταρος (cell, cell of a honeycomb, Nelumbium speciosum, pinnacle of the dome, cell of a comb, concave vault), Ar. Th. 516 (nisi leg. κύτταρος).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύτταρον -ου, τό [κύτος] dennenappel.
Russian (Dvoretsky)
κύττᾰρον: τό сосновая шишка Arph.
Greek (Liddell-Scott)
κύττᾰρον: τό, = τῷ ἑπομ. 3, Ἀριστοφ. Θεσμ. 516, ἂν μὴ ἀναγνωστέον κύτταρος.
Greek Monolingual
Mantoulidis Etymological
(=κάθε κοίλωμα). Ἀπό τό κύτος τοῦ κυέω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.