serviceable
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. χρήσιμος, χρηστός, σύμφορος, πρόσφορος, ἐπιτήδειος, Ar. and P. ὠφέλιμος, προὔργου, Ar. and V. ὠφελήσιμος.
adj.
P. and V. χρήσιμος, χρηστός, σύμφορος, πρόσφορος, ἐπιτήδειος, Ar. and P. ὠφέλιμος, προὔργου, Ar. and V. ὠφελήσιμος.