ἐνδεής
English (LSJ)
ές, neut. pl. ἐνδεᾶ: (ἐνδέω B):—A wanting or lacking in, in need of, c. gen., ἐ. εἶναι or γεγενῆσθαί τινος, Hdt.1.32, Antipho 5.77; ἑνός μοι μῦθος ἐ. ἔτι E.Hec.835; πολλῶν ἐ., opp. αὐτάρκης, Pl.R.369b; ποιητοῦ δ' ἐστὶν ἐ. . . πρὸς τὸ ἐπιδεῖξαι, caret vate sacro, Id.Smp.195d, cf. Lg.697e; σμικροῦ τινος ἐ. εἰμι πάντ' ἔχειν Id.Prt. 329b. 2 abs., in want, in need, X.HG6.1.3 codd., etc. b lacking, deficient, freq. in Comp., ἐνδεέστερα πράγματα Hdt.7.48; φαίνεται ἐνδεεστέρα [ἡ στρατεία] Th.1.10; -εστέρα παρασκευή Id.4.65; ἐνδεέστεροι ταῖς οὐσίαις Isoc.4.105; also in Posit., οὐδὲν ἐνδεὲς ποιεῖσθαι leave nothing unsaid, S.Ph.375; τοῦτο πολλῷ τοῦ παρόντος ἐνδεές E.Heracl. 170; μηδὲν ἐνδεὲς λίπῃς Id.Ph.385; ἐνδεὲς φαίνεταί τι Th.5.9; ἐνδεές τι ἐν τῷ σώματι ἔχειν X.Cyr.8.1.40; ἐ. τὸν βίον Men.592; τὴν ὄψιν Luc.DMar.1.2; τὸ ἐ. lack, want, defect, = ἔνδεια, Th.1.77; τὸ αὐτῶν ἐ. their deficiency, Id.3.83. 3 inferior, τὰ κρείσσω μηδὲ τἀνδεᾶ λέγειν the worse, S.OC1430; γένει οὐδενὸς ἐνδεής X.HG7.1.23; τῆς δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι to act short of your real power, Th.1.70; τούτου ἐνδεᾶ ἐφαίνετο (sc. τἃ πράγματα) their power was unequal to the purpose, ib.102: Comp. ἐνδεέστερός τινος S.Ph.524; τῆς δόξης Th.2.11; αὑτοῦ Plu.Cic.35. 4 inadequate, insufficient, πρός τι Pl.Prt.322b; ἐ. ξυνθῆκαι Th.8.36. 5 Gramm., defective, A.D.Synt.239.18. 6 Adv. ἐνδεῶς defectively, insufficiently, opp. ἱκανῶς, Pl.Phd.88e, R.523e; ἐ. ἔχειν τινός to be in want of, E.Fr.898.8; τῶν ἀναγκαίων Plu.Nic.27; μὴ ἐνδεῶς γνῶναι judge not insufficiently, Th.2.40: Comp. ἐνδεεστέρως παρεῖχεν ἢ πρὸς τὴν ἐξουσίαν less than, Id.4.39; ἐ. πρὸς ἃ βούλεται δηλοῦσθαι Id.2.35; ἐ. ἔχειν Pl.Phd.74e; ἐ. ἢ προσῆκεν τιμωρήσασθαι Epist. Philipp. ap. D.12.12: rarely -έστερον A.D.Synt.209.21.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [ac. sg. fem. ἐνδεᾶ Plu.Cic.42; plu. neutr. ἐνδεᾶ S.OC 1430]
I 1falto, necesitado, carente de c. rég. de gen. ἀνθρώπου σῶμα ἓν οὐδὲν αὔταρκές ἐστι· τὸ μὲν γὰρ ἔχει, ἄλλου δὲ ἐνδεές ἐστι Hdt.1.32, cf. Pl.R.369b, λῃτουργίας ἡ πόλις ἐ. Antipho 5.77, (Ἔρως) ποιητοῦ δ' ἔστιν ἐ. Pl.Smp.195d, cf. Lg.697c, Prt.329b, τῶν ἀναγκαίων SB 12677.5 (II a.C.), cf. Porph.Sent.40, δαιτός Hld.4.16.5, χρημάτων D.S.10.32, νεανίας ἐ. φρενῶν LXX Pr.7.7, φύσιν ὡς ἐνδεᾶ τόλμης Plu.Cic.42, τοῦ κοσμεῖσθαι Iambl.Myst.1.11
•c. dat. τῷ βίῳ E.Supp.873, ταῖς οὐσίαις Isoc.4.105, cf. UPZ 24.26 (II d.C.)
•abs. sujeto a necesidades ἀγριώτατον ζῷον καὶ ἐνδεέστατον ὁ ἄνθρωπος ἦν Plu.2.957a, οὐ γὰρ ἐ. ὁ Θεός Ath.Al.M.25.209B
•subst. τὸ ἐ. carencia, falta Th.1.77, τἀνδεᾶ op. τὰ κρείσσω S.OC 1430.
2 insuficiente, escaso frec. en compar. ἐνδεέστερα ... τὰ ἡμέτερα πρήγματα ref. al poder militar, Hdt.7.48, στρατεία Th.1.10, παρασκευή Th.4.65, ὅσοις ἐνδεέστερον τὸ φῶς Thphr.Sens.18, σύγκρισις Plb.6.47.10, c. ac. de rel. γέρων τις ἐ. τὸν βίον un viejo al que le resta poco de vida Men.Fr.872.1, ἐ. τὴν ὄψιν de Polifemo, Luc.DMar.1.2, c. prep. ἡ δημιουργικὴ τέχνη ... πρὸς δὲ τὸν τῶν θηρίων πόλεμον ἐνδεής Pl.Prt.322b
•en frases hechas c. suj. οὐδέν, μηδέν: οὐδὲν ἐνδεὲς ποιούμενος sin omitir nada S.Ph.375, μηδὲν ἐνδεὲς λίπῃς E.Ph.385
•neutr. sg. como adv. insuficientemente ἢν δ' ἐνδεέστερον τύχω διαλεχθείς si mi discurso resulta insuficiente Isoc.12.38, op. ὑπερβάλλον Arist.MM 1186b13, εἴγε τις μὴ ἐνδεέστερον τὴν ... διάκρισιν γινώσκοι A.D.Synt.209.21
•subst. τὸ ἐ. limitación, insuficiencia de carácter, Th.3.83.
3 inferior c. gen. γένει οὐδενὸς ἐνδεής no inferior a nadie por linaje X.HG 7.1.23, frec. en compar. σοῦ ... μ' ἐνδεέστερον ... φανῆναι que me mostrase inferior a ti S.Ph.524, τῆς δόξης Th.2.11, cf. Plu.Cic.35
•abs. ἔθνη Str.7.1.3, c. dat. limitativo οὐ ταῖς φυχαῖς ἐνδεεῖς γενόμενοι Lys.2.31
•neutr. plu. como adv. τῆς δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι actuar de forma inferior a su fuerza Th.1.70.
4 econ. carente de medios, de dinero ὁπότε μὲν ἐνδεὴς εἴη, παρ' ἑαυτοῦ προσετίθει X.HG 6.1.3 (cód.), compar. ἐνδεέστερος γὰρ ὢν ταπεινὸς ἔσται E.Fr.249.1, βίος Arist.Pol.1256b3, cf. Act.Ap.4.34
•subst. plu. οἱ ἐνδεεῖς los necesitados, los indigentes, Hom.Clem.19.23.
5 deficiente, defectuoso τι ἐν τῷ σώματι ἐνδεὲς ἔχειν X.Cyr.8.1.40
•gram. defectivo, defectuoso τὰ τῆς συντάξεως ἐνδεῆ καταστήσεται la sintaxis quedará defectuosa A.D.Synt.239.19, cf. Eust.365.11.
II adv. -εῶς, compar. -τέρως
1 insuficientemente, de modo incompleto τὰ πολιτικὰ μὴ ἐνδεῶς γνῶναι Th.2.40, cf. Pl.Phd.74e, op. ἱκανῶς Pl.Phd.88e, R.523e, c. gen. τὸ δοθέν ... τῆς χρείας ἐνδεῶς καταναλίσκεται Luc.Merc.Cond.5, c. prep. ἐ. πρὸς ἃ βούλεται insuficientemente respecto a lo que desea Th.2.35
•en compar. ἐνδεεστέρως ἑκάστῳ παρεῖχεν ἢ πρὸς τὴν ἐξουσίαν le proporcionaba a cada uno menos de lo necesario para vivir Th.4.39, ἐτιμωρησάμην ἐνδεεστέρως ἢ προσῆκεν Philipp.Maced.2.12.
2 c. ἔχω o verbos de estado estar falto, carente ἐ. τε ἀπαλλασσόντων τῶν πολιτῶν διὰ τὸν πόλεμον y como los ciudadanos se encontraban, debido a la guerra, en situación de necesidad, IPrusa 1001.13 (II a.C.), c. gen. ὅταν ξηρὸν πέδον ... νοτίδος ἐ. ἔχῃ E.Fr.898.8, cf. Plu.Nic.27.
German (Pape)
[Seite 831] ές, ermangelnd, bedürftig; πολλῶν ἐνδεής, im Ggstz von αὐτάρκης, Plat. Rep. II, 369 b u. öfter; πόλεις πολλαὶ διώλοντ' ἐνδεεῖς στρατηλάτου Eur. Suppl. 192; ψιλῶν ἀκοντιστῶν Thuc. 3, 97; ὧν αὐτοὶ ἐνδεεῖς εἰσιν, ὑμεῖς δὲ πλουτεῖτε Isocr. 2, 1; οὐδὲν ἐνδεὲς ποιούμενος, Nichts übrig lassend, Soph. Phil. 375; μηδὲν ἐνδεὲς λιπεῖν Eur. Phoen. 385; ἐνδεὴς τὴν ὄψιν, vom Kyklopen, Luc. D. mar. 1, 2. – Dah. = nachstehend, schwächer, bes. im comp., αἰσχρὰ σοῦ γέ μ' ἐνδεέστερον ξένῳ φανῆναι Soph. Phil. 520, daß ich dem Fremden als Einer, der dir nachsteht, erscheine; ἐνδεέστερα φαίνεται τὰ ἡμέτερα πρήγματα Her. 7, 48; Folgde; τῇ παρασκευῇ, in der Rüstung, Thuc. 2, 87; ταῖς οὐσίαις Isocr. 4, 105; τὰ κρείσσω μηδὲ τἀνδεᾶ λέγων, das Schlechtere, Soph. O. C. 1432; γένος οὐδενὸς ἐνδεής, Keinem an Geburt nachstehend, Xen. Hell. 7, 1, 23; ἐνδεέστεροί τι ἡμῶν ὅτι οὐ πεπαίδευνται Cyr. 2, 2, 1; τῆς δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι Thuc. 1, 70, weniger als man kann; vgl. Plut. Sol. 16. – Dah. nicht hinreichend, Ggstz von ἱκανός, πρὸς τὸν πόλεμον Plat. Prot. 322 e, vgl. Legg. VII, 802 b; unvollkommen, συνθῆκαι Thuc. 8, 36; τὸ ἐνδεές, die Beschränktheit des Geistes, 3, 83; ἐν τῷ σώματι ἐνδεές τι ἔχειν, ein Gebrechen haben, Xen. Cyr. 8, 1, 40. – Man bemerke noch σμικροῦ τινος ἐνδ. εἰμι πάντ' ἔχειν Plat. Prot. 329 b. – Adv. ἐνδεῶς, z. B. ἔχειν τινός, ermangeln, Plut. Nic. 27 u. A.; Ggstz ἱκανῶς, Plat. Phaed. 88 e; ἐνδεεστέρως ἔχειν 74 e, wie Thuc. 4, 39; Xen. Lac. 2, 5.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. 1 qui est dans le besoin, indigent;
2 incomplet, imparfait, insuffisant ; τὸ ἐνδεές THC insuffisance, défectuosité ; plur. τἀνδεᾶ SOPH ce qu’il y a de pire;
II. au Cp. ἐνδεέστερος inférieur à : τινος à qqn ou à qch ; τινός τι à qqn en qch ; τινος ὅτι à qqn en ce que ; τινι en qch ; abs. inférieur, insuffisant, qui laisse à désirer.
Étymologie: ἐνδέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδεής:
1) лишенный, нуждающийся (τῶν ἀναγκαίων Arst.; λογισμοῦ Plut.): ὁπότε ἐ. εἴη Xen. когда у него не хватало средств; σμικροῦ τινος ἐ. εἰμι Plat. мне не хватает немногого; ἐ. τὴν ὄψιν Luc. слепой или одноглазый;
2) нехватающий, недостающий: οὐδὲν ἐνδεὲς ποιούμενος Soph. не пропуская ничего; εὗρον ἐνδεεῖς διαλλαγάς Eur. я нашел, что примирение невозможно;
3) тж. compar. недостаточный, неполный, неудовлетворительный (τὰ πρήγματα Her.; συνθῆκαι Thuc.; πρός τι Plat.): ἑνός μοι μῦθος ἐ. ἔτι Eur. мне остается сказать еще одно слово;
4) преимущ. compar. худший, низший или меньший, уступающий (τῇ παρασκευῇ Thuc.; ταῖς οὐσίαις Isocr.): γένος οὐδενὸς ἐ. Xen. никому не уступающий в родовитости; αἰσχρὰ σοῦ μ᾽ ἐδεέστερον ξένῳ φανῆναι πρὸς τὸ καίριον πονεῖν Soph. мне стыдно (было бы) отстать от тебя в помощи (этому) иноземцу; ἐνδέεστεροί τι ἡμῶν Xen. стоящие ниже нас в какой-то степени.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδεής: ές: οὐδ. πληθ. ἐνδεᾶ: (ἐνδέω): - στερούμενος, ἔχων ἔλλειψιν ἢ χρείαν τινός, ἐνδεὴς εἶναι ἢ γίγνεσθαί τινος Ἡρόδ. 1. 32, Ἀντιφῶν 138. 25, κτλ.· ἑνός μοι μῦθος ἐνδεὴς ἔτι Εὐρ. Ἑκ. 835· πολλῶν ἐνδ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ αὐτάρκης, Πλάτ. Πολ. 369Β· ποιητοῦ δ’ ἔστιν ἐνδεὴς οἷος ἦν Ὅμηρος πρὸς τὸ ἐπιδεῖξαι θεοῦ ἁπαλότητα, ἔχει χρείαν ποιητοῦ οἷος ἦν ὁ Ὅμηρος, ὅστις νὰ περιγράψῃ, κτλ., ὁ αὐτ. Συμπ. 195D· σμικροῦ τινος ἐνδεής εἰμι τοῦ πάντ’ ἔχειν ὁ αὐτ. Πρωταγ. 329Β. 2) ἀπολυτ., καὶ ὁπότε μὲν ἐνδεὴς εἴη (ἐνδεήσειε Δινδ.), παρ’ ἑαυτοῦ προσετίθει, καὶ ὁσάκις δὲν ἐπήρκουν (τὰ χρήματα), προσέθετεν ἐκ τῶν ἰδίων, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 3, Πλάτ. κλ. β) ὑποδεής, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ Συγκρ. ἐνδεέστερα πράγματα Ἡρόδ. 7. 18· φαίνεται καὶ οὕτως ἐνδεεστέρα ἡ πόλις Θουκ. 1. 10, πρβλ. 4. 65· ἐνδεέστερος παρασκευῇ, οὐσίᾳ, ἐλλιπὴς ὡς πρός.., ὁ αὐτ. 2. 87, Ἰσοκρ. 62D· ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ θετικῷ οὐδὲν ἐνδεὲς ποιούμενος, οὐδὲν παραλείπων, λέγων πάντα ὅσα μοι συνέβησαν, Σοφοκλ. Φιλ. 575· τὰ κρείσσω μηδὲ τἀνδεᾶ λέγειν, καὶ μὴ τὸ χείρω, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1430, πρβλ. Ἐλμσλ. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 171· οὐδὲν ἐνδεὲς λιπεῖν Εὐρ. Φοίν. 385· ἐνδεὲς φαίνεταί τι Θουκ. 5. 9, πρβλ. 7. 69., 8. 36· ἐνδεές τι ἔχειν Ξεν. Κύρ. 8. 1, 40· ἐνδεὴς τὸν βίον Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 66· τὴν ὄψιν Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 2: - τὸ ἐνδεὲς = ἔνδεια, Θουκ. 1. 77· τὸ αὐτῶν ἐνδεὲς ὁ αὐτ. 3. 83. 3) ὑποδεέστερος, χείρων, ἐν τῷ θετικῷ, τἀνδεᾶ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ κρείσσω, τὰ χειρότερα, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., γένος οὐδενὸς ἐνδεὴς Ξεν. Ἑλλην. 7. 1, 23· τῆς δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι, νὰ πράξητε πράγματα κατώτερα τῆς πραγματικῆς ὑμῶν δυνάμεως, Θουκ. 1, 70· τούτου ἐνδεᾶ ἐφαίνετο (ἐνν. τὰ πράγματα), ἐλλιπῆ κατὰ τοῦτο, δηλ. τὸ τειχομαχεῖν, αὐτόθι 102: ἐν τῷ συγκρ. ἐνδεέστερός τινος Σοφ. Φιλ. 524, Θουκ. 2. 11. 4) μὴ ἐπαρκῶν, πρός τι Πλάτ. Πρωταγ. 322Β· ἐνδ. συνθῆκαι Θουκ. 8. 36. 5) Ἐπίρρ. ἐνδεῶς, οὐχὶ ἐπαρκῶς, ἐλλιπῶς, καὶ ἱκανῶς ἐβοήθησεν ἢ ἐνδεῶς; Πλάτ. Φαίδων 88Ε· καὶ αἱ ἄλλαι αἰσθήσεις ἆρ’ οὐκ ἐνδεῶς τὰ τοιαῦτα δηλοῦσιν; Πολ. 523Ε· ἐνδεῶς ἔχειν τινός, ἔχειν χρείαν τινός, Εὐρ. Ἀποσπ. 890. 8, Πλουτ. Νικ. 27· μὴ ἐνδεῶς γνῶναι Θουκ. 2 40: - Συγκρ., ἐνδεεστέρως ἢ πρὸς ἐξουσίαν ὁ αὐτ. 4. 39. ἐνδ. πρὸς ὃ βούλεται ὁ αὐτ. 2. 35· ἐνδεεστέρως ἔχειν Πλάτ. Φαίδ. 74Ε.
English (Strong)
from a compound of ἐν and δέω (in the sense of lacking); deficient in: lacking.
English (Thayer)
ἐνδης (from ἐνδέω to lack, middle to be in need of), needy, destitute: Sophocles), Herodotus down; the Sept..)
Greek Monolingual
-ές (AM ἐνδεής, -ές)
εκείνος που του λείπουν ακόμη και τα απαραίτητα για τη ζωή του, άπορος, πάμφτωχος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ενδεής
γένος κολεόπτερων εντόμων
αρχ.-μσν.
1. αυτός που έχει έλλειψη από κάτι, ανάγκη να αποκτήσει κάτι («ἐνδεής τίνος», «πολλῶν ἐνδεής», «σμικροῦ τινος ἐνδεής»
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδεές
η ένδεια
αρχ.
1. εκείνος που υπολείπεται ως προς κάτι, που παρουσιάζει έλλειψη σε κάτι («τῇ παρασκευῇ ἐνδεὴς ἐγένετο»)
2. κατώτερος, υποδεέστερος από κάποιον ως προς κάτι («γένει τε οὐδενός ἐνδεής»)
3. ατελής, ανεπαρκής
(«αἱ πρῶται ξυνθῆκαι... ἐνδεεῖς εἶναι»)
4. (ως όρος της γραμματικής) ελλειπτικός.
Greek Monotonic
ἐνδεής: -ές, ουδ. πληθ. ἐνδεᾶ (ἐνδέω)·
1. αυτός που έχει ανάγκη ενός πράγματος, ανεπαρκής, ελλιπής, σε Ηρόδ., Αττ. 2. α) απόλ., φτωχός, στερημένος, άπορος, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ. β) αυτός που λείπει, ελλιπής, ανεπαρκής, κυρίως σε συγκρ., Ηρόδ., Θουκ.· τινι, ως προς κάτι, στον ίδ.· τὸ ἐνδεές, έλλειψη, στέρηση, ανεπάρκεια, ανάγκη, στον ίδ.
3. υποδεέστερος, κατώτερός, με γεν., σε Ξεν.· τῆς δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι, να πράξεις, να ενεργήσεις λιγότερο από την πραγματική σου δύναμη, σε Θουκ.· τούτου ἐνδεᾶ ἐφαίνετο (ενν. τὰ πράγματα), η δύναμη τους ήταν άνιση ως προς τον σκοπό, στον ίδ.
4. ανεπαρκής, στον ίδ.· επίρρ. ἐνδεῶς, ελλειπτικά, ανεπαρκώς, σε Πλάτ.· μὴ ἐνδεῶς γνῶναι, κρίνω, γνωμοδοτώ επαρκώς ή πλήρως, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐνδεής, ές adj ἐνδέω
1. in need of a thing, c. gen., Hdt., attic
2. absol. in need, indigent, Xen., Plat., etc.
b. lacking, deficient, mostly in comp., Hdt., Thuc.; τινι in a thing, Thuc.:— τὸ ἐνδεές lack, want, defect, deficiency, Thuc.
3. inferior to, c. gen., Xen.; τῆς δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι to act short of your real power, Thuc.; τούτου ἐνδεᾶ ἐφαίνετο (sc. τὰ πράγματἀ their power was unequal to the purpose, Thuc.
4. insufficient, Thuc.:—adv., ἐνδεῶς, defectively, insufficiently, Plat.; μὴ ἐνδεῶς γνῶναι to judge not insufficiently, Thuc.
Chinese
原文音譯:™nde»j 恩-得誒士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在內-被捆綁
字義溯源:有缺點的,貧乏,缺乏,有需要的,缺乏;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(δέω)*=捆綁)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 缺乏的(1) 徒4:34
English (Woodhouse)
deficient, insufficient, lacking, scanty, deficient in, lacking in, poor in, short of, wanting in
Mantoulidis Etymological
(=φτωχός). Σύνθετο ἀπό τό: ἐν + δέω (=ἔχω ἀνάγκη, στεροῦμαι), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.