ἀπαδικέω
English (LSJ)
A with hold wrong fully, μισθὸν ἀ. τινός LXX De.24.14. II wrong, PLond.2.354.7 (i B. C., Pass.).
Spanish (DGE)
1 retener sin motivo οὐκ ἀπαδικήσεις μισθὸν πένητος LXX De.24.14.
2 cometer injusticia βουλόμενος ἀ. PEnteux.23.3 (III a.C.)
•en v. pas. ser víctima de injusticia, PLond.354.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰδικέω: ἀδίκως κατακρατῶ, μισθόν ἀπ. τινος Ἑβδ. (Δευτερ.