εὔζωμον

Revision as of 15:20, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

τό, rocket, Eruca sativa, Thphr.HP1.6.6, al., CP2.5.3, PCair.Zen.292.15 (iii B. C.), Dsc.2.140, POxy.1088.15 (i A. D.), Ael. NA6.46, Gal.1.681. (Prop.neut. of εὔζωμος, ον, making good broth.)

German (Pape)

[Seite 1066] τό, eine Pflanze, eruca, deren Saamen zum Würzen gebraucht wurde, Theophr.; eigtl. gute Brühe gebend, von εὔζωμος.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
roquette, plante.
Étymologie: εὖ, ζωμός.

Greek (Liddell-Scott)

εὔζωμον: τό, φυτὸν οὗ τὰ σπέρματα ἐχρησίμευον παρὰ τοῖς ἀρχαίοις ὡς παρ’ ἡμῖν τὰ τοῦ σινάπεως. - Ἡ λέξις διετηρήθη ἐφθαρμένη ἐν τῷ πληθυν., διότι ὁ λαὸς τὰ εὔζωμα ὀνομάζει σήμερον «ζούματα», ἀλλὰ συνηθέστερον τὸ εὔζωμον ὀνομάζεται «ῥόκα», ἡ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 5, 3, Διοσκ. 2. 169. - Κυρίως οὐδ. τοῦ εὔζωμος, δηλ. ἐξ οὗ κατασκευάζεται καλὸς ζωμός.

Spanish

roqueta

Léxico de magia

τό bot. roqueta σελίνου καὶ εὐζώμου σπέρμα πρόπιε bebe previamente apio y semilla de roqueta SM 76 12 SM 83 6 oculta bajo nombres secretos γόνος Ἡρακλέους· εὔ. λέγει semen de Heracles quiere decir roqueta P XII 434