βούλημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A purpose, Gorg.Hel.6 (pl.), Ar.Av.993, Isoc.3.15, D.18.49 (pl.); intent, τοῦ νομοθέτου Pl.Lg.769d, 802c (pl.), al.; τὸ βούλημα τῆς κρίσεως intention to judge, Id.Phlb.41e: pl., βουλήμασι Μοίρης IG 12(7).303.
2 meaning, οὐδεὶς σαφῶς παρέδωκε τὸ β. Ael.Tact.18.1; τὸ βούλημα τοῦ ποιητοῦ Hipparch.1.4.9, al.
3 intention of a testator, BGU 361ii 23 (ii A. D.): hence, will, testament, POxy.907.1 (iii A. D.), PLips. 29.7 (iii A. D.).
II express will, consent, τῆς συγκλήτου Plb.6.15.4.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1propósito, intención Ar.Au.993, Isoc.3.15, D.18.49, LXX 2Ma.15.5, τοῦ νομοθέτου Pl.Lg.769d, cf. Arist.EN 1103b4, τὸ β. ... τῆς κρίσεως la intención del juzgar Pl.Phlb.41e, τὸ β. ταύτης (τῆς φύσεως) el designio de ésta (de la naturaleza) M.Ant.5.1.5, Origenes Io.32.21
•plan τοῦ Λυκούργου Plu.2.238e
•plu. decisiones, designios Μοίρης βουλήμασι IG 12(7).303 (Minoa), Τύχης Gorg.B 11.6, τῶν τυράννων Arist.Pol.1314a26, cf. Aristid.Or.5.23, τοῦ Σεβαστοῦ καὶ Ἀγρίππα I.AI 16.173.
2 consentimiento ἄνευ τοῦ συγκλήτου βουλήματος Plb.6.15.4, cf. D.C.55.3.4-5.
3 sentido οὐδεὶς σαφῶς παρέδωκε τὸ β. Ael.Tact.18.1, τὸ β. τοῦ ποιητοῦ Hipparch.1.4.9, τὸ β. μυστικόν Origenes Hom.4.1 in Ier.
II 1decisión concr. como acto de voluntad, PTeb.407.9 (II d.C.).
2 voluntad de Dios Ep.Rom.9.19, Epiph.Const.Haer.70.7, θεῶν Corn.ND 22.2, de un testador BGU 361.2.23 (II d.C.)
•de donde última voluntad, testamento, PLips.29.7 (III d.C.), Mitteis Chr.317.14, 26 (III d.C.), POxy.3758.63, 192 (IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 457] τό, das Gewollte, Wille, Absicht, τοῦ νομοθέτου, κρίσεως, Plat. Legg. VI, 769 d Phil. 41 e; Isocr. 3, 15; Dem. 25, 13; Arist. Eth. 2, 1; Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
dessein, intention.
Étymologie: βούλομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βούλημα -ατος, τό βούλομαι bedoeling, wil:. τύχης βουλήματα de bedoelingen van het lot Gorg. B 11.6; τὸ τοῦ νομοθέτου βούλημ (α) de bedoeling van de wetgever Plat. Lg. 769d.
Russian (Dvoretsky)
βούλημα: ατος τό
1) решение, заключение Plat., Isocr., Arst., Dem.;
2) замысел, намерение, тж. желание, воля Polyb.
English (Abbott-Smith)
βούλημα, -τος, τό (< βούλομαι), [in LXX: Pr 9:10 (דַּעַת), II Mac 15:5, IV Mac 8:18 *;]
purpose, will: Ac 27:43, Ro 9:19, I Pe 4:3.†SYN.: θέλημα.
English (Strong)
English (Thayer)
βουλήματος, τό (βούλομαι), will, counsel, purpose: θέλημα). (Plato down.) (Synonym: cf. θέλω, at the end.)
Greek Monolingual
βούλημα, το (AM) βούλομαι
μσν.
συμβουλή
αρχ.
1. σκοπός, πρόθεση
2. συναίνεση.
Greek (Liddell-Scott)
βούλημα: τό, σκοπός, πρόθεσις, Πλάτ. Νόμ. 769D, 802C, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἡ ἐκπεφρασμένη θέλησις, συναίνεσις, τῆς συγκλήτου Πολύβ. 6. 15, 4.
Chinese
原文音譯:boÚlhma 布累馬
詞類次數:名詞(2)
原文字根:商議(果效)
字義溯源:決定,定意,意願,旨意,商議,任意而行;源自(βούλομαι)*=願意)
出現次數:總共(3);徒(1);羅(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 意願(1) 彼前4:3;
2) 旨意(1) 羅9:19;
3) 任意而行(1) 徒27:43
English (Woodhouse)
French (New Testament)
conseil ; but