ἔνθεσμος

Revision as of 07:41, 18 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, lawful, λιτανεία LXX 3 Ma.2.21, cf. Plu.Nic.6; βασιλεύς Peripl.M.Rubr.23; authorized, τράπεζα BGU1127.30 (i B. C.); valid, συγχωρήσεις POxy.271.21 (i A. D.). Adv. ἐνθέσμως, βασιλεύειν Gal.14.216.

Spanish (DGE)

-ον
A Ien la esfera de lo legal
1 dentro de la ley, fijado o regulado legalmente, oficialmente autorizado ἐν ταῖς ... ἐνθέσμοις ... ἡμέραις en los días festivos fijados por ley, PTor.Choachiti 12.8.17 (II a.C.), τὸ ἔνθε(σμον) στεφα(νικόν) de cierto impuesto PTeb.114.4 (II a.C.) en BL 1.425, ἔ. τράπεζα banco (privado) oficialmente autorizado, BGU 1127.30 (I a.C.), συγχωρήσεις ... παρέξεται ἐνθέσμους καὶ ἀπεριλύτους POxy.271.21 (I d.C.).
2 legítimo, conforme a las leyes βασιλεύς Peripl.M.Rubri 23, φυλή PVindob.Tandem 4.19 (IV d.C.), esp. ref. al matrimonio συγγραφὴ (γάμου) ἐ. POxy.713.39 (I d.C.), κατὰ συγγαφὴν συνοι[κισίας] καὶ ἄλλας ἐνθέσμους οἰκονομίας BGU 1848.6 (I a.C.), γάμος Hld.1.25.4, Cyr.H.Catech.4.25, Isid.Pel.Ep.M.78.412C, γυναῖκες ἔνθεσμοι esposas legítimas Epiph.Const.Haer.80.10.3, πατέρες Euther.Confut.29.4
como pred. τρόπαιον ἱστάναι ... οὐκ ἔνθεσμον ἦν Plu.Nic.6.
3 milit. de soldados autorizado, regular Isid.Pel.Ep.M.78.372A.
II en la esfera de la relig. jud. y crist.
1 establecido según el rito o la ley religiosa, legítimamente establecido λιτανεία LXX 3Ma.2.21, λατρεία Eus.VC 2.2.1, de la propia Iglesia CCP (360) Ep. en Thdt.HE 2.28.8
canónico γραφαί Origenes Pasch.39.28.
2 de acuerdo con la ley cristiana, moral ζωή Basil.Spir.16.38
neutr. subst. τὸ ἔνθεσμον = moralidad, contención τὸ τῆς φρονήσεως ἔνθεσμον Origenes M.17.69A.
3 de pers. experto en cánones, canonista sup. ἐνθεσμότατος Ἐλπίδιος el gran canonista Elpidio Pall.V.Chrys.9.90.
B adv. ἐνθέσμως
1 regularmente, conforme a las normas τὰς ἀρχαιρεσίας ἐ. ἀχθείσας SEG 29.127.2.2 (Atenas II d.C.).
2 legítimamente, lícitamente βασιλεύειν Gal.14.216.
3 crist. legalmente, de acuerdo con los cánones, canónicamente οἱ ἐνθέσμως ἐνθρονισθέντες de autoridades eclesiásticas, Pall.V.Chrys.15.52, cf. Synes.Ep.66 (p.108), ἐνθέσμως αὐτὸν κωλῦσαι τῆς ἱερατείας Pall.V.Chrys.20.588, cf. Euther.Confut.36.33.

German (Pape)

[Seite 842] = ἔννομος, gesetzmäßig, rechtmäßig, Plut. Nic. 6; βλάβη B. A. 251. – Adv., Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
légal.
Étymologie: ἐν, θεσμός.

Russian (Dvoretsky)

ἔνθεσμος: правомерный, законный Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνθεσμος: -ον, νόμιμος, ὡς τὸ ἔννομος, Πλουτ. Νικ. 6. - Ἐπίρρ. ἐνθέσμως, Θεοδώρητ. 5. 9.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔνθεσμος, -ον) εντίθημι
μσν.
ο αναγνωρισμένος από τους θεσμούς
αρχ.
1. ο κατά τους θεσμούς, έννομος, νόμιμος
2. έγκυρος, που ισχύει κατά τον νόμο, αναγνωρισμένος
3. αυτός που επιτρέπεται
4. (για πρόσ.) αυτός που δρα δίκαια, ο δίκαιος.
επίρρ...
ενθέσμως
νομίμως, δικαίως, με τρόπο έννομο.

Greek Monotonic

ἔνθεσμος: -ον, νόμιμος, σύννομος, όπως το ἔννομος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἔν-θεσμος, ον
lawful, like ἔννομος, Plut.