Aetolia
English > Greek (Woodhouse)
Αἰτωλία, ἡ, V. γῆ Αἰτωλίς (-ίδος), ἡ.
An Aetolian: Αἰτωλός, ὁ. Fem., Αἰτωλίς, -ίδος, ἡ.
Aetolian, adj.: Αἰτωλικός. Fem. adj.: Αἰτωλίς, -ίδος.
Αἰτωλία, ἡ, V. γῆ Αἰτωλίς (-ίδος), ἡ.
An Aetolian: Αἰτωλός, ὁ. Fem., Αἰτωλίς, -ίδος, ἡ.
Aetolian, adj.: Αἰτωλικός. Fem. adj.: Αἰτωλίς, -ίδος.