κέλυφος
English (LSJ)
εος, τό,
A sheath, case,
1 in fruits, pod, shell, Arist.GA 752a20, Thphr.HP2.4.2, etc.
2 in animals, sheath, Arist.HA 510a28.
b τὰ κελύφη τῶν ᾠῶν = eggshells, Id.GA743a17; in fish, encasing membrane, Id.HA568b9; τὸ περὶ τὰς γενέσεις κέλυφος ib.600b17.
c envelope, of a chrysalis, ib.551a20, 601a6,8, GA758b17; of the chrysalis of the stag-beetle, Id.HA551b19.
d shell of crustaceous fish, ib. 549b25.
e hollow of the eye, AP9.439 (Crin.).
3 metaph., of old dicasts, ἀντωμοσιῶν κελύφη mere affidavit-husks, Ar.V.545 (lyr.); of an old man's boat, which served as his shell or coffin, AP9.242 (Antiphil.). [ῡ, exc. Opp.C.3.503.] (Prob. cogn. with καλύπτω.)
German (Pape)
[Seite 1416] τό, = κελύφη; von Früchten, Theophr.; vom Ei, Arist. gener. anim. 2, 6; von Schaalthieren, id. – Komisch nennt Ar. Vesp. 545 alte Richter ἀντωμοσιῶν κελύφη. Bei Antiphil. 41 (IX, 242) ein kleiner Kahn.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
étui, fourreau.
Étymologie: καλύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κέλυφος -εος, contr. -ους, τό [~ καλύπτω] dop, schil:; κελύφη καρύων notendoppen Luc. 14.38; overdr. restant:. κ. ἀντωμοσιῶν administratieve troep Aristoph. Ve. 545.
Russian (Dvoretsky)
κέλῡφος: εος τό
1) оболочка, кожица (τοῦ σπέρματος, περί τι Arst.);
2) скорлупа (ᾠοῦ, τῶν καράβων καὶ τῶν καρκίνων Arst.);
3) полость, орбита: ἐρημαῖον κ. ὄμματος Anth. пустая глазница;
4) челнок, «скорлупка» Anth.;
5) шутл. вместилище: ἀντωμοσιῶν κελύφη Arph. старые крючкотворы, судейские крючки.
Greek Monolingual
το (Α κέλυφος)
1. τσόφλι
2. όστρακο, καύκαλο, καβούκι
νεοελλ.
1. τεχνολ. τρισδιάστατη φέρουσα κατασκευή που αποτελείται από επιφάνειες απλής ή διπλής κύρτωσης
2. ζωολ. όρος που χρησιμοποιείται για το εξωτερικό και συνήθως σκληρό περίβλημα τών οστρακόδερμων
αρχ.
1. (για καρπούς) φλοιός
2. (για ζώα) θήκη
3. (για ψάρια) η μεμβράνη που περιέχει τα αβγά
4. (για έντομα) η θήκη που περιέχει τη χρυσαλλίδα
5. το όστρακο τών μαλακοστράκων
6. η κοιλότητα του ματιού
7. (μτφ. με σκωπτική σημ.) οι γηρασμένοι δικαστές («ἀντωμοσιῶν κελύφη», Αριστοφ.)
8. φρ. «γήινον κέλυφος» — το ανθρώπινο σώμα (Συνέσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το καλύπτω (αν και το -υ- του ρ. είναι βραχύ), καθώς και με τα ουδ. νάκος, σκῦτος, δέρος «δέρμα, προβιά»].
Greek Monotonic
κέλῡφος: -εος, τό,
1. θήκη, θηκάρι, φλοιός, περίβλημα, σε Αριστ.· βαθούλωμα του ματιού, σε Ανθ.
2. μεταφ., λέγεται για γηρασμένους δικαστές, ἀντωμοσιῶν κελύφη, σε Αριστοφ.· λέγεται για τη βάρκα γέρου ανθρώπου, η οποία λειτουργεί σαν και το φέρετρό του, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
κέλῡφος: -εος, τό, θήκη, «θηκάρι», 1) ἐπὶ καρπῶν, ὁ φλοιός, τὸ περίβλημα, ὅπερ διαφόρως ὀνομάζεται κατὰ τοὺς καρπούς, λ.χ. λοβός, λοπός, λέπυρον, κάλυξ, κελύφανον, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 3· τὰ τῶν κυάμων κελύφη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 21· κ. ἐρεβίνθου 2. 4, 2. 2) παρὰ ζῴοις, θήκη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 16, κ. ἀλλ. β) κ. ᾠοῦ, «αὐγόφλουδα», αὐτόθι 6. 14, 7· ἐν τοῖς ἰχθύσιν, ἡ περιέχουσα μεμβρᾶνα, π. Ζ. Γεν. 2. 6, 20. γ) τὸ περὶ τὰς γενέσεις κ., ἡ θήκη ἡ περιέχουσα τὰ ἔντομα κατὰ τὴν γέννησιν αὐτῶν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 17, 5, πρβλ. 9, π. Ζ. Γεν. 3. 9, 6· ἡ θήκη τῆς χρυσαλλίδος, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 5 κἑξ.· ἐπὶ κερασφόρων κανθάρων, αὐτόθι 12. δ) τὸ ὄστρακον τῶν μαλακοστράκων, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 10. ε) τὸ κοῖλον τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 439. 3) μεταφορ., ἐπὶ ἀρχαίων γεγηρακότων δικαστῶν, ἀντωμοσιῶν κελύφη, κελύφη καὶ οὐδὲν πλέον, Ἀριστοφ. Σφ. 545·- ἐπὶ τῆς λέμβου γέροντος, ἥτις τῷ ἐχρησίμευεν ὡς θήκη ἢ φέρετρον αὐτοῦ, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 242·- γήϊνον κ., ἐπὶ τοῦ σώματος, ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Συνεσ. (Τὸ ῡ καθιστᾷ ἀμφίβολον τὴν πρὸς τὸ καλύπτω σχέσιν· τινὲς παραβάλλουσι τὸ Λατ. glūbo).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: fruit-, onion-, eggshell etc., cover (Ar. V. 545 [lyr.], Arist., Thphr., AP ).
Derivatives: κελύφιον (Arist.), κελύφανον id. (Lyc., Luc.) with κελυφανώδης shell-like (Thphr.); also κολύφανον φλοιός, λεπύριον H. (-ο- after κολεός a. o. (?), cf. Grošelj Razprave 2, 43).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On the neutral gender, which is rare in φ-derivations, cf. the synonymous σκῦτος, νάκος, δέρος a. o. As "envelop" κέλυφος has been connected with the group of καλύπτω. We saw that this verb is Pre-Greek, and the same is true of our word (note -υφ-). Cf. on κολέος. - Wrong Sütterlin IF 25, 67, Pisani Jb. f. kleinas. Forsch. 3, 150.
Middle Liddell
κέλῡφος, εος,
1. a sheath, case, pod, shell, Arist.: the hollow of the eye, Anth.
2. metaph. of old dicasts, ἀντωμοσιῶν κελύφη mere affidavit- husks, Ar.;—of an old man's boat, which served as his coffin, Anth. [deriv. uncertain]
Mantoulidis Etymological
(=τσόφλι, φλούδα). Ἴσως ἀπό τό καλύπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.