irreg. gen. of λᾶας. II λᾶος, ὁ, stone, v. λᾶας.
v. λᾶας.
λᾶος: gen. к λᾶας.
λᾶος: ἀνώμαλ. γεν. τοῦ λᾶας.
λᾶος: ανώμ. γεν. του λᾶας.
ὁ, = λᾶας, nur Gramm.; aber als gen. von λᾶας, Hom.