οἰμωγή

Revision as of 16:34, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἡ, wailing, lamentation, κωκυτῷ καὶ οἰμωγῇ Il.22.409; οἰ. τεστοναχῇ τε 24.696; ἅμ' οἰ. τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν 4.450, quoted by Ar.Pax1276; οἰμωγῇ διαχρέεσθαι Hdt.3.66, cf. 8.99; οἰμωγὴ… ὁμοῦ κωκύμασιν A.Pers.426; πικρᾶς οἰ. S.Ph.190 (lyr.); ἐξῴμωξεν οἰ. λυγράς Id.Aj.317; στεναγμὸν οἰμωγήν θ' ὁμοῦ E.Heracl.833; οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ Th.7.71; ἡ οἰ. ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν X.HG2.2.3; cf. τήκω.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
lamentation, gémissement.
Étymologie: οἰμώζω.

Russian (Dvoretsky)

οἰμωγή: дор. οἰμωγά ἡ жалобный крик, громкие жалобы, вопль (οἰ. καὶ εὐχωλή Hom.; οἰ. καὶ στόνος Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰμωγή: ἡ, ἰσχυρὰ κραυγή, θρῆνος, ὀδυρμὸς μεγάλῃ τῇ φωνῇ, κωκυτῷ καὶ οἰμωγῇ Ἰλ. Χ. 409· οἰμωγῇ τε στοναχῇ τε Ω. 696· ἅμ’ οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν Δ. 450, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1276 κἑξ.· οἰμωγῇ διαχρέεσθαι Ἡρόδ. 3. 66, πρβλ. 8. 99· οὕτω παρὰ Τραγ., οἰμωγὴ .. ὁμοῦ κωκύμασι Αἰ-Πέρσ. 426· πικρᾶς οἰμωγῆς Σοφ. Φ. 190· ἐξῴμωξεν οἰμωγὰς λυγρὰς ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 317· στεναγμὸν οἰμωγήν θ’ ὁμοῦ Εὐρ. Ἡρακλ. 833· οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ Θουκ. 7. 71 ἡ οἰμ. ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 3· πρβλ. τήκω.

English (Autenrieth)

(οἰμώζω): cry of grief, lamentation.

Greek Monolingual

η (ΑΜ οἰμωγή) οιμώζω
θρηνητική κραυγή, οδυρμός, ολοφυρμός («ἐξῴμωξεν οἰμωγὰς λυγρὰς», Σοφ.).

Greek Monotonic

οἰμωγή: ἡ, θρήνος που εκφέρεται μεγαλοφώνως, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.

Middle Liddell

οἰμωγή, ἡ, [from οἰμώζω
loud wailing, lamentation, Il., Hdt., Trag., etc.

Mantoulidis Etymological

(=θρῆνος). Ἀπό τό οἰμώζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

lamentation

Ancient Greek: θρῆνος; Armenian: ողբ; Bulgarian: вопъл, ридание, оплакване, тъга, печал; Central Kurdish: ئاخ و واخ‎; Dutch: geklaag, geweeklaag, klagen, weeklagen, lamentatie, rouwklacht; Ewe: konyifafa; Finnish: valitus, sureminen, valitusvirsi; Irish: acaoineadh; Italian: lamento; Latin: lamentatio, lamentum; Plautdietsch: Jauma; Polish: lament, lamentowanie, lamentacja; Romanian: doliu, lamentare, lamentație; Russian: плач, стенание; Tocharian B: kwasalñe

German (Pape)

ἡ, das Wehklagen, Jammern; ἔνθα δ' ἅμ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων, Il. 4.450, 8.64; mit κωκυτός verbunden, 22.409, 447; mit στοναχή, 24.696; auch οἰμωγὴ δὲ δέδηε, die Klage ist entbrannt, Od. 20.353; οἰμωγὴ κατεῖχε ἅλα, Aesch. Pers. 418; ἐξῴμωξεν οἰμωγὰς πικράς, Soph. Aj. 310, öfter; neben στεναγμός, Eur. Heracl. 833; Ar. Pax 1243; in Prosa, καὶ στόνος, Thuc. 7.71; Xen. Hell. 2.2.2 und Sp., wie Hdn. 7.9.19; Luc. und Plut. oft.