εὐπιστία

Revision as of 16:46, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἡ, pious belief, prob. cj. in Jul.Or.4.153a.

Greek Monolingual

η (Α εὐπιστία) εύπιστος
νεοελλ.
1. η ιδιότητα του εύπιστου, η ευκολοπιστία
2. αφέλεια, απλοϊκότητα, ακρισία
αρχ.
1. εμπιστοσύνη, πεποίθηση
2. ευσεβής πίστη.

Russian (Dvoretsky)

εὐπιστία:доверие (Aeschin. - v.l. к ἀπιστία).

German (Pape)

ἡ, Zuversicht, Vertrauen, Schol. Ap.Rh. 2.895; bei Aesch. 1.57 s. L.