ὠφέλησις

Revision as of 16:48, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

εως, ἡ, helping, aiding, hence, like ὠφέλεια, use, service, advantage, S.OC401; σοὶ γὰρ ὠ. οὐκ ἔνι Id.El.1031.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
avantage, utilité.
Étymologie: ὠφελέω.

Russian (Dvoretsky)

ὠφέλησις: εως ἡ польза, выгода, помощь: σοὶ ὠ. οὐκ ἔνι Soph. нет (мне) от тебя помощи.

Greek (Liddell-Scott)

ὠφέλησις: -εως, ἡ, βοήθεια, ἐπικουρία· ὅθεν (καθόλου) ὡς τὸ ὠφέλεια, κέρδος, ὄφελος, Σοφ. Ο. Κ. 402· σοὶ γὰρ ὠφ. οὐκ ἔνι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1031.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α ὠφελῶ
1. βοήθεια, υποστήριξη
2. (γενικά) ωφέλεια, κέρδος.

Greek Monotonic

ὠφέλησις: -εως, ἡ, βοήθεια, επικουρία· όπως το ὠφέλεια, κέρδος, όφελος, βοήθεια, πλεονέκτημα, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὠφέλησις, εως, from ὠφελέω, a helping, aiding; and so (generally) like ὠφέλεια, use, service, advantage, Soph.

English (Woodhouse)

advantage, assistance, benefit

German (Pape)

ἡ, das Helfen, Beistehen, Nützen, Soph. O.C. 402, El. 1020; Nutzen, Vorteil, Sp.