οἰωνισμός

Revision as of 16:50, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ὁ, = οἰώνισμα (divination by the flight, cries of birds, omen from the flight, Salutis augurium, portent, monster), LXX Ge. 44.5, al., Plu. Num. 14.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de tirer des présages du vol ou du cri des oiseaux, présage.
Étymologie: οἰωνίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνισμός:прорицание по полету или крику вещих птиц, птицегадание, предсказывание будущего Plut.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Πλουτ. Νουμ. 14.

Greek Monolingual

ο (Α οἰωνισμός) οιωνίζομαι
παρατήρηση της κραυγής και του τρόπου πτήσης τών πτηνών για την πρόβλεψη του μέλλοντος.

Greek Monotonic

οἰωνισμός: ὁ, = το προηγ., σε Πλούτ.

German (Pape)

ὁ, die Weissagung aus dem Fluge und der Stimme der Vögel, überhaupt das Weissagen, die Prophezeiung; Plut. Num. 14; LXX.