ἐφέσπερος

Revision as of 16:51, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, (ἑσπέρα) western, νομός prob. in S.OC1059 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
situé au couchant, occidental.
Étymologie: ἐπί, ἑσπέρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐφέσπερος: лежащий на западе, западный (χῶρος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφέσπερος: -ον, (ἑσπέρα) δυσμικός, χῶρος Σοφ. Ο. Κ. 1059.

Greek Monolingual

ἐφέσπερος, -ον (Α)
δυτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕσπερος «δυτικός»].

Greek Monotonic

ἐφέσπερος: -ον (ἑσπέρα), δυτικός, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἑσπέρα
western, Soph.

German (Pape)

gegen Abend, westlich, χῶρος Soph. O.C. 1062 ch.