νοοβλαβής
Greek (Liddell-Scott)
νοοβλᾰβής: -ές, ὁ βεβλαμμένος τὸν νοῦν, παράφρων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 12. 40.
Greek Monolingual
νοοβλαβής, -ές (Α)
αυτός που έχει υποστεί βλάβη στο μυαλό, φρενοβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενο-βλαβής, ψυχο-βλαβής].
German (Pape)
ές, am Verstande beschädigt, verrückt, Nonn.