νοοσφαλής

Revision as of 16:53, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ές, (σφάλλω) = νοοπλανής 11, Nonn.D.17.277.

Greek (Liddell-Scott)

νοοσφᾰλής: -ές, (σφάλλω) = νοοπλανής, Νόνν. Δ. 7. 277.

Greek Monolingual

νοοσφαλής, -ές (Α)
αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -σφαλής (< σφάλλω), πρβλ. δομο-σφαλής, μεθυ-σφαλής].

German (Pape)

ές, = νοοπλανής, Nonn. D. 17.277.