μακροειδής

Revision as of 16:57, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ές, tall, BGU364.6 (vi A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

μακροειδής: -ές, ἔχων μακρὸν σχῆμα, Ἐρωτιαν. σ. 208.

Greek Monolingual

μακροειδής, -ές (AM)
μσν.
ψηλός
αρχ.
αυτός που έχει μακρουλό σχήμα, επιμήκη μορφή.

German (Pape)

ές, von länglicher Gestalt, Sp.