αἱμομίκτης
Greek (Liddell-Scott)
αἱμομίκτης: ὁ, ὁ συγγινόμενος συγγενεῖ ἐξ αἵματος, Πανδέκτῃ.
Spanish (DGE)
-ου incestuoso de Zeus, Sch.Er.Il.16.432c.
German (Pape)
ὁ, der Blutschande treibt, Schol Il. 16.432.
αἱμομίκτης: ὁ, ὁ συγγινόμενος συγγενεῖ ἐξ αἵματος, Πανδέκτῃ.
-ου incestuoso de Zeus, Sch.Er.Il.16.432c.
ὁ, der Blutschande treibt, Schol Il. 16.432.