γιγγραντός

Revision as of 16:59, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ή, όν, composed for the γίγγρας, μέλη γ.. of 'scrannel pipes', Ath.4.175b.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
mús. propio de flauta fenicia μέλη γιγγραντὰ καὶ κακὸν μέγα de canciones de Eurípides, Axionic.3.3, cf. γίγγρας.

Greek (Liddell-Scott)

γιγγραντός: -ή, -όν, συντεθειμένος διὰ τὸν γίγγραν, ὡς καλοῦνται τὰ μέλη τοῦ Ἀξιονίκου παρ᾿ Ἀθην. 175Β.

Greek Monolingual

γιγγραντός, -ή, -όν (Α) γίγγρος
(για μουσικές μελωδίες) αυτός που έχει συντεθεί για να εκτελεσθεί με γίγγρα.

German (Pape)

auf dem γίγγρας gespielt, μέλη Axionic. bei Ath. IV.174f.