ἀπρόρρητος
English (LSJ)
ον, not foretold, Pl.Lg. †68e, as Ast for ἀπόρρητος.
Spanish (DGE)
-ον
que no se puede predecir πάντα τὰ περὶ ταῦτα ἀπρόρρητα μὲν λεχθέντα οὐκ ἄν ὀρθῶς λέγοιτο Pl.Lg.968e.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρόρρητος: не предсказанный (Plat. - v.l. к ἀπόρρητος).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόρρητος: -ον, ὁ μὴ προρρηθείς, Πλάτ. Νόμ. 968Ε, κατὰ τὸν Ast ἀντὶ ἀπόρρητος.
Greek Monolingual
ἀπρόρρητος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει προλεχθεί.
German (Pape)
nicht vorhergesagt, Plat. Legg. XII.968e, nach Asts Verbesserung für ἀπόρρητα.