ἀπρόρρητος

Revision as of 17:00, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, not foretold, Pl.Lg. 68e, as Ast for ἀπόρρητος.

Spanish (DGE)

-ον
que no se puede predecir πάντα τὰ περὶ ταῦτα ἀπρόρρητα μὲν λεχθέντα οὐκ ἄν ὀρθῶς λέγοιτο Pl.Lg.968e.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόρρητος: не предсказанный (Plat. - v.l. к ἀπόρρητος).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόρρητος: -ον, ὁ μὴ προρρηθείς, Πλάτ. Νόμ. 968Ε, κατὰ τὸν Ast ἀντὶ ἀπόρρητος.

Greek Monolingual

ἀπρόρρητος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει προλεχθεί.

German (Pape)

nicht vorhergesagt, Plat. Legg. XII.968e, nach Asts Verbesserung für ἀπόρρητα.