μακροβόλος
English (LSJ)
ον, far-throwing, σφενδόνη Id.8.3.33 (Comp.), Eust.311.20 (Comp.).
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
-ο (AM μακροβόλος, -ον)
αυτός που βάλλει μακριά, που ρίχνει, που εξακοντίζει σε μεγάλη απόσταση («μακροβολωτέρας δ' οὔσης τῆς σφενδόνης πεσεῖν τὸν Δέγμενον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -βόλος (< βάλλω), δισκοβόλος.
German (Pape)
weitschleudernd, -treffend, Strab. VIII.357 und andere Spätere, wie Schol. Od. 8.233.