κρημνισμός
English (LSJ)
ὁ, = κρήμνισις (hurling down headlong), Ptol. Tetr. 151, Doroth. in Cat.Cod.Astr. 5 (3).84 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
κρημνισμός: ὁ, = κρήμνισις, Πτολ. Τετράβ. 151. 8.
Greek Monolingual
κρημνισμός, ὁ (Α) κρημνίζω
πτώση από γκρεμό, γκρέμισμα.
German (Pape)
ὁ, das Hinabstürzen, Sp.