ζήτησις

Revision as of 14:05, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

εως, ἡ, A seeking, search for, κατ' Εὐρώπης ζήτησιν ἐκπλῶσαι Hdt.2.44; κατὰ βίου τε καὶ γῆς ζ. Id.1.94, cf. 2.54; ἀνδρὸς κατὰ ζήτησιν in quest of him, S.Tr.55; ἡ ζ. τῶν δρασάντων Th.8.66; ζ. ἐπιστήμης Pl.Tht.196d, etc.; τῆς τροφῆς Th.8.57; τῆς ἀληθείας Id.1.20. 2 searching, examining, ζήτησιν ἐποιέετο τῶν νεῶν searched the ships, Hdt.6.118, cf. Lys.12.30, Aeschin.1.43. 3 inquiry, investigation, especially of a philosophic nature, Pl.Cra.406a, Ap.29c, al.; περὶ τῆς τοῦ παντὸς φύσεως Id.Ti.47a; ζ. τοῦ μέλλοντος διὰ ὀρνίθων ποιεῖσθαι inquire into the future by augury, Id.Phdr.244c: in plural, Id.Phd.66d, Phld.Rh.1.276S., 2.185S. 4 judicial inquiry, Din.1.10, POxy.237 vi7 (ii A.D.), etc.: pl., suits, controversies, OGI629.9 (Palmyra, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1139] ἡ, das Suchen, sowohl im eigtl. Sinne, ἀνδρός Soph. O. R. 55, τροφῆς Thuc. 8, 57, als gew. von geistigen Dingen, Untersuchung, Erwägung, ἐπιστήμης, ἡδονῆς, Plat. Theaet. 196 d Legg. II, 657 b; ζήτησιν ποιεῖσθαι, = ζητέω, Charm. 165 e u. öfter; Haussuchung veranstalten, Lys. 12, 30; von richterlichen Untersuchungen, Aesch. 1, 43.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. recherche;
II. particul.
1 inspection : ποιεῖσθαι ζήτησιν τῶν νεῶν HDT faire la visite des navires;
2 recherche philosophique.
Étymologie: ζητέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζήτησις -εως, ἡ [ζητέω] het zoeken:. ζήτησις τῶν δρασάντων onderzoek naar de daders Thuc. 8.66.2; κατ’ Εὐρώπης ζήτησιν op zoek naar Europa Hdt. 2.44.4. onderzoeking, onderzoek:; ζήτησιν ποιεῖσθαί τῶν νεῶν de schepen doorzoeken Hdt. 6.118.1; filos. onderzoek:; ζ. περὶ τῆς τοῦ παντὸς φύσεως een onderzoek naar de aard van het al Plat. Tim. 47a; uitbr. discussie:. ἐγένετο οὖν ζήτησις... περὶ καθαρισμοῦ er ontstond een discussie over de reiniging NT Io. 3.25.

Russian (Dvoretsky)

ζήτησις: εως ἡ
1 поиски, отыскивание (τροφῆς Thuc.): ἀποπλώειν κατὰ βίου τε καὶ γῆς ζήτησιν Her. отплыть на поиски пропитания и места для жительства;
2 разыскивание, розыск (τῶν δρασάντων Thuc.);
3 разыскивание, рассмотрение, исследование (ἀληθείας Thuc.; ἐπιστήμης, περὶ τῆς τοῦ παντὸς φύσεως Plat.; ἡ ζ. καὶ ἡ ὅλη μέθοδος Arst.);
4 осмотр, обыск: ζήτησιν ποιεῖσθαι τῶν νεῶν Her. произвести обыск кораблей;
5 спор, ссора (στάσις καὶ ζ. NT).

English (Strong)

from ζητέω; a searching (properly, the act), i.e. a dispute or its theme: question.

Greek Monotonic

ζήτησις: -εως, ἡ (ζητέω),
1. αναζήτηση, ανίχνευση για κάτι, έρευνα ή εξέταση κάποιου ζητήματος, με γεν., σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
2. ψάξιμο, αναζήτηση· ποιέεσθαι ζήτησιν τῶν νεῶν, αναζήτηση των πλοίων, σε Ηρόδ.
3. διερεύνηση, έρευνα, φιλοσοφικού τύπου εξέταση ή αναζήτηση, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

ζήτησις: εως ἡ, τὸ ζητεῖν, ἡ ἀναζήτησις, ἔρευνα, κατ’ Εὐρώπης ζήτησιν ἐκπλῶσαι Ἡρόδ. 2. 44· κατὰ βίου τε καὶ γῆς ζ. ὁ αὐτ. 1. 94, πρβλ. 2. 54· ἀνδρὸς κατὰ ζήτησιν, πρὸς ἀναζήτησιν..., Σοφ. Τρ. 55· ἡ ζ. τῶν δρασάντων Θουκ. 8 66· ζ. ἐπιστήμης Πλάτ. Θεαιτ. 196D, κτλ.· τῆς τροφῆς Θουκ. 8. 57· τῆς ἀληθείας ὁ αὐτ. 1. 20. 2) ἔρευνα, προσπάθεια πρὸς εὕρεσιν, ποιεῖσθαι ζήτησιν τῶν νεῶν, ἐρευνᾶν τὰ πλοῖα, Ἡρόδ. 6. 118, πρβλ. Λυσ. 122, ἐν τέλει, Αἰσχίν. 6. 45. 3) ἔρευνα, ἀνίχνευσις, ἰδίως φιλοσοφική, Πλάτ. Κρατ. 406Α, Ἀπολ. 29C, κ. ἀλλ.· περὶ τῆς τοῦ παντὸς φύσεως ὁ αὐτ. Τιμ. 47Α· ἡ τῶν ἐμφρόνων ζ. τοῦ μέλλοντος, ἡ ἔρευνα τῶν λογικῶν ὄντων περὶ τοῦ μέλλοντος, ὁ αὐτ. Φαίδρ. 244C· ἐν τῷ πληθ., Φαίδωνι 66D κ. ἀλλ. 4) δικαστικὴ ἔρευνα, Δείναρχ. 91. 20· ἴδε ζητέω Ι. 4.

Middle Liddell

ζήτησις, εως ζητέω
1. a seeking, seeking for, search for a thing, c. gen., Hdt., Soph., etc.
2. a searching, search, ποιέεσθαι ζήτησιν τῶν νεῶν to search the ships, Hdt.
3. inquiry, investigation, Plat.

Chinese

原文音譯:z»thsij 色帖西士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:尋求(著)
字義溯源:搜查,問難,辯論,爭論,究問;源自(ζητέω)*=尋求)
出現次數:總共(6);約(1);徒(2);提前(1);提後(1);多(1)
譯字彙編
1) 辯論(4) 約3:25; 徒15:2; 提後2:23; 多3:9;
2) 問難(1) 提前6:4;
3) 究問(1) 徒25:20

English (Woodhouse)

examination, search

Translations

search

Afrikaans: soektog, soektogte; Arabic: طَلَب‎, بَحْث‎; Armenian: որոնում, խուզարկություն; Azerbaijani: axtarış; Belarusian: пошук, вобыск; Bulgarian: тъ́рсене; Catalan: cerca; Central Sierra Miwok: ˀaký·l-; Chinese Mandarin: 搜索; Czech: hledání; Danish: eftersøgning; Dutch: speurtocht, zoektocht; Esperanto: serĉo; Estonian: otsimine, otsing; Finnish: etsintä, haku, etsiminen, hakeminen, penkominen; French: recherche; Galician: busca, procura; Georgian: ძებნა; German: Suche; Greek: αναζήτηση; Ancient Greek: ἔρευνα, ἐκζήτησις, ζήτησις, ἀναζήτησις, διαζήτησις, ἀναψηλάφησις, ἀνάτασις; Hebrew: חיפוש \ חִפּוּשׂ‎; Hindi: खोज, जाँच, तलाश, जुस्तजू; Hungarian: keresés; Icelandic: leit; Ido: sercho; Irish: cuardach; Italian: ricerca, cerca; Japanese: 検索, 捜索; Javanese: upaya; Kazakh: ізденіс; Korean: 검색(檢索), 수색(搜索), 찾기; Latin: scrutinium; Lithuanian: paieška; Luxembourgish: Sich; Macedonian: трагање; Maori: kimihanga, rapunga; Mizo: zawn, zawnna; Nepali: खोजी गर्नु; Norwegian Bokmål: leting, søk, søken; Nynorsk: søk; Persian: جستجو‎; Polish: poszukiwanie, przeszukiwanie; Portuguese: busca; Russian: поиск, обыск, розыск; Scottish Gaelic: sireadh; Serbo-Croatian Cyrillic: потрага; Roman: potraga; Slovak: hľadanie; Slovene: iskanje; Sorbian Lower Sorbian: pytanje; Spanish: búsqueda; Swedish: sökning, sökande; Telugu: వెతుకు; Thai: ค้นหา; Turkish: arama; Ukrainian: пошук, обшук; Zazaki: geniyayış