περιστροφή

Revision as of 15:25, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

ἡ, turning or spinning round, ὀστράκου Pl.R.521c; ἄστρων περιστροφαί courses of the stars, S.Fr.432.8; κόσμου Euc. Phaen.p.8 M.; τοῦ ἡλίου Hld.1.18, etc.; ἐν περιστροφῇ λαοῦ amidst them, LXX Si.50.5: pl., contortions, Gal.15.126; whorls in hairgrowth, δύο π. ἕξει ἐν τῇ κεφαλῇ Heph.Astr.1.1.

German (Pape)

[Seite 595] ἡ. das Umdrehen, Umkreisen; ἐφεῦρε δ' ἄστρων μέτρα καὶ περιστροφάς, Soph. frg. 379, ὀστράκου, Plat. Rep. VII, 521 (vgl. ὄστρακον); das Sichumwenden, Plut. Num. 14; – Umgang, Verkehr, Sp.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
circonvolution.
Étymologie: περιστρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιστροφή -ῆς, ἡ [περιστρέφω] het omdraaien.

Russian (Dvoretsky)

περιστροφή:
1 вращение, круговорот (ἄστρων Soph.);
2 поворот, переворачивание (ὀστράκου Plat.).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ περιστρέφω
κίνηση που διαγράφει πραγματικό ή νοητό κύκλο γύρω από έναν άξονα, κυκλική κίνηση, περιφορά
νεοελλ.
1. αστρον. κίνηση ουράνιου σώματος γύρω από τον άξονά του
2. μαθημ. βασικός γεωμετρικός μετασχηματισμός που περιλαμβάνει ειδική κίνηση σχημάτων στο επίπεδο και στον χώρο κατά την οποία ένα τουλάχιστον σημείο του επιπέδου ή του χώρου παραμένει ακίνητο
3. τεχνολ. κίνηση σώματος κατά την οποία οι τροχιές τών σημείων του αποτελούν περιφέρειες κύκλων
4. φυσ. η κίνηση ενός σώματος γύρω από ένα σημείο ή έναν άξονά του, υπαρκτό ή νοητό
5. ναυτ. ελιγμός ή χειρισμός που αποβλέπει στην στροφή του πλοίου γύρω από τον εαυτό του, κατά την διάρκεια γυμνασίων, επιχειρήσεων ή χειρισμών αγκυροβολίας
6. στρ. κίνηση συντεταγμένου ιππικού κατά την οποία μια μονάδα παρατεταγμένη που βάδιζε σε φάλαγγα έπαιρνε αντίθετη κατεύθυνση από εκείνην που είχε, διατηρώντας όμως την ίδια τάξη τών ιππέων μεταξύ τους
7. βοτ. τύπος πρωτοπλασματικής κίνησης που παρατηρείται σε κύτταρα με μεγάλο χυμοτόπιο και λεπτό επιτοίχιο κυτταροπλασματικό στρώμα
8. μτφ. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) απομάκρυνση από την κύρια κατεύθυνση ή από το κύριο θέμα («μίλα χωρίς περιστροφές» — μίλα καθαρά, απερίφραστα)
9. φρ. α) «διάνυσμα περιστροφής»
φυσ. διάνυσμα που χαρακτηρίζει περιστροφική κίνηση του μορίου ενός υγρού σε ένα ρεύμα για το οποίο το δεδομένο διανυσματικό πεδίο είναι πεδίο ταχυτήτων
β) «φαινομενική ή συνοδική περιστροφή του Ηλίου» — ο χρόνος τον οποίο δαπανά κάθε ηλιακή κηλίδα για να επανέλθει στο σημείο από το οποίο αναχώρησε
αρχ.
1. αντιστροφή τών όρων
2. διαστροφή, παραμόρφωση
3. σύσπαση, σπασμός
4. (σχετικά με τις τρίχες της κεφαλής)
μεταστροφή, μεταλλαγή
6. μτφ. συναναστροφή, παρέα
7. φρ. «ἐν περιστροφῇ»
(ως επίρρ.) μεταξύ, στο μέσο («ὡς ἐδοξάσθη ἐν περιστροφῇ λαοῦ», ΠΔ).

Greek Monotonic

περιστροφή: ἡ, στροφή ή περιστροφή, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

περιστροφή: ἡ, στροφὴ ἐν κύκλῳ, ὀστράκου περιστροφὴ Πλάτ. Πολ. 521C· ἄστρων περιστροφαὶ Σοφ. Ἀποσπ. 379· τοῦ ἡλίου Ἡλιόδ. 1. 18, κτλ.· ἐν περιστροφῇ λαοῦ, μεταξὺ τοῦ λαοῦ, Ἑβδ. (Σειρὰχ Ν΄, 5).

Middle Liddell

περιστροφή, ἡ, [from περιστρέφω
a turning or spinning round, Plat.

English (Woodhouse)

orbit