κόπος

Revision as of 18:52, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

English (LSJ)

ὁ, (κόπτω) A striking, beating, ὀξύχειρι σὺν κόπῳ (Pauw for κτύπῳ) A.Ch.23 (lyr.); στέρνων κόπους (Seidler for κτύπους) E.Tr.794 (anap.); = κοπανισμός, Hsch. II toil and trouble, suffering, A. Supp.210 (pl.); ἀνδροδάϊκτος κόπος Id.Fr.132ap.Ar.Ra.1265; pain of a disease, S.Ph.880; κόπους παρέχειν τινί to give trouble, Ev.Matt.26.10, al., PTeb.21.10 (ii B. C.), BGU844.10 (i A. D.); κόπον ἔχειν Phld. Mus.p.62 K.; πάντα κ. ἀναδεξάμενος SIG761B6 (Delph., i B. C.). 2 fatigue, Hp.VM21, Gal.6.190; κόπου ὕπο from very weariness, E. Ba.634; κόπῳ παρεῖμαι Id.Ph.852; κόπῳ δαμέντες, ἁλίσκεσθαι, Id.Rh.764, Th.7.40; τῷ κ. ξυνεῖναι Ar.Pl.321; τὰ γόνατα κ. ἕλοι μου Id.Lys.542: in plural, E.Rh.124; κόποι καὶ ὕπνοι Pl.R.537b, cf. X.Eq. 4.2, 2 Ep.Cor.6.5, etc.; περὶ κόπων title of work by Thphr. 3 work, exertion, καμάραν ἀφ' ἱδίων κόπων ἐποίησεν IG12(7).384 (Amorgos), cf. BGU884.10 (i A. D.); κόπῳ κόπον λύειν prov. in Orib.Eup. 1.2.8.

German (Pape)

[Seite 1483] ὁ, 1) das Schlagen, der Schlag; Aesch. bei Aristoph. Ran. 1265 Φθιῶτ' Ἀχιλλεῦ, τί ποτ' ἀνδροδάϊκτον ἀκούων ἰὴ κόπον οὐ πελάθεις ἐπ' ἀρωγάν (Aesch. frgm. Dind. 1251; – bes. das Schlagen der Brust, als Zeichen der Wehklage, planctus, κόπων οἴκτειρε μὴ 'πολωλότας Aesch. Suppl. 206. – 2) Ermüdung nach der Anstrengung, Mattigkeit; κόπῳ παρεῖσθαι Eur. Phoen. 859; ὑπὸ κόπου παρεῖσθαι Bacch. 643; καματηρός Ar. Lys. 541; κόποι καὶ ὕπνοι Plat. Rep. VII, 537 b; Xen. re equ. 4, 2; Sp., κόπῳ δαμείς Anacr. 31, 5. Auch von einer Krankheit, ἡνίκ' ἂν κόπος μ' ἀπαλλάξῃ ποτέ Soph. Phil. 868.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 coup;
2 peine, souffrance;
3 fatigue, lassitude.
Étymologie: R. Κοπ, v. κόπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόπος -ου, ὁ [κόπτω] het zich slaan (als teken van rouw):. στέρνων τε κόπους het slaan tegen de borst Eur. Tr. 794. pijn, kwelling, uitputting:. κόπῳ παρεῖμαι ik val om van uitputting Eur. Phoen. 852; ὁ κ. τῆς ἀγάπης het harde werk van de liefde NT 1 Thess. 1.3; μή μοι κόπους πάρεχε val mij niet lastig NT Luc. 11.7.

Russian (Dvoretsky)

κόπος: ὁ тж. pl.
1 удар (ἀνδροδάϊκτος Aesch.): κόποι στέρνων Eur. биение себя в грудь;
2 страдание, боль (ἡνίκ᾽ ἂν κ. μ᾽ ἀπαλλάξῃ ποτέ Soph.);
3 утомление, усталость (κόποι καὶ ὕπνοι Plat.; κόποι θερινοί Arst.): κόπῳ или ὑπὸ κόπου παρεῖσθαι Eur. изнемогать от усталости;
4 труд (τὸν ἴδιον μισθὸν λήψεσθαι κατὰ τὸν ἴδιον κόπον NT);
5 неприятность, страдание (κόπους παρέχειν τινί NT).

Greek (Liddell-Scott)

κόπος: -ου, ὁ, (κόπτω) κτύπημα, κτύπος, ὀξύχειρι σὺν κόπῳ (κατὰ Pauw ἀντὶ κτύπῳ), Αἰσχύλ. Χο. 23· στέρνων κόπους (κατὰ Seidl. ἀντὶ κτύπους) Εὐρ. Τρῳ. 789. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, μόχθος, ταλαιπωρία, κακοπάθεια, Αἰσχύλ. Ἱκ. 210· ἀνδροδάϊκτος κόπος ὁ αὐτ. (ἐν Ἀποσπ. 131) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1264, πρβλ. 1267 κἑξ.· ὁ πόνος νόσου τινός, Σοφ. Φιλ. 880. 2) κόπωσις, ἐξάντλησις, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· ὑπὸ κόπου, ἕνεκα κοπώσεως, Εὐρ. Βάκχ. 834· κόπῳ παρεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 852· κόπῳ δαμῆναι ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 764· τῷ κ. ξυνεῖναι Ἀριστοφ. Πλ. 321· τὰ γόνατα κ. ἑλεῖ μου ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 542· ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ρῆσ. 124· κόποι καὶ ὕπνοι Πλάτ. Πολ. 537Β, πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 4. 2, κτλ.

English (Strong)

from κόπτω; a cut, i.e. (by analogy) toil (as reducing the strength), literally or figuratively; by implication, pains: labour, + trouble, weariness.

English (Thayer)

κόπου, ὁ (κόπτω);
1. equivalent to τό κόπτειν, a beating.
2. equivalent to κοπετός, a beating of the breast in grief, sorrow (labor (so the Sept. often for עָמָל), i. e.
a. trouble (Aeschylus, Sophocles): κόπους παρέχειν τίνι, to cause one trouble, make work for him, κόπον παρέχειν τίνι, intense labor united with trouble, toil. (Euripides, Arstph;, others): universally, plural, μόχθος (see below)), ἐν κόπῳ καί μόχθῳ (toil and travail), L T Tr WH omit ἐν); ὁ κόπος τῆς ἀγάπης, the labor to which love prompts, and which voluntarily assumes and endures trouble and pains for the salvation of others, of toil in teaching, εἰς, B. I:3); SYNONYMS: κόπος, μόχθος, πόνος: primarily and in general classic usage, πόνος gives prominence to the effort (work as requiring force), κόπος to the fatigue, μόχθος (chiefly poetic) to the hardship. But in the N. T. πόνος has passed over (in three instances out of four) to the meaning pain (hence it has no place in the 'new Jerusalem', πονηρός, πένης. Schmidt, chapter 85; cf. Trench, § cii. (who would translate πόνος, 'toil', κόπος, 'weariness', μόχθος, 'labor').]

Greek Monolingual

ο (ΑM κόπος)
1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῖ μου καματηρός», Αριστοφ.)
2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως... εἰς κενὸν γένηται ὁ κόπος ἡμῶν», ΚΔ)
3. ταλαιπωρία, μόχθος («ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις», ΚΔ)
4. (γνωμ.) «τἀγαθὰ κόποις κτῶνται» — για να αποκτήσεις κάτι καλό πρέπει να κοπιάσεις
νεοελλ.
1. η αμοιβή για καταβαλλόμενη εργασία (α. «δεν μού πληρώνει τους κόπους μου» β. «μού 'φαγε τον κόπο μου»)
2. φρ. α) «κάνεις τον κόπο να...» — μπορείς σε παρακαλώ να...
β) «δεν αξίζει τον κόπο» — είναι ανάξιο λόγου
γ) «χαμένος κόπος» — ματαιοπονία
δ) «του 'μεινε ο κόπος διάφορο» — λέγεται γι' αυτούς που εργάστηκαν χωρίς αμοιβή
νεοελλ.-μσν.
φρ. «χάνω τον κόπο μου» — ματαιοπονώ
αρχ.
1. χτύπημα, πλήγμα («όξύχειρι σὺν κόπω», Αισχύλ.)
2. πόνος από κάποια αρρώστια («ἡνίκ' ἂν κόπος μ' ἀπαλλάξῃ ποτέ», Σοφ.)
3. φρ. «κόπον παρέχω» — στενοχωρώ, ενοχλώ («τί κόπους παρέχετε τῇ γυναικί;», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω. Η ετυμολογική προέλευσή του διατηρείται στο β' συνθετικό ορισμένων λ., όπως λ.χ. στη λ. α-διά-κοπος. Ωστόσο, πολύ νωρίς η λ. πήρε τη σημ. «μόχθος», με την οποία εμφανίζεται στα περισσότερα παρ. και σύνθετά της].

Greek Monotonic

κόπος: -ου, ὁ (κόπτω),
I. χτύπημα, χτύπος, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. 1. κόπος, μόχθος, κούραση, ταλαιπωρία, σε Αισχύλ., Σοφ.
2. κόπωση, ξεθέωμα, σε Ευρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

κόπος, ου, κόπτω
I. a striking, beating, Aesch., Eur.
II. toil, trouble, suffering, Aesch., Soph.
2. weariness, fatigue, Eur., Ar.

Chinese

原文音譯:kÒpoj 可坡士
詞類次數:名詞(19)
原文字根:打擊 相當於: (יְגִיעַ‎) (עָמָל‎)
字義溯源:切,勞累,勞苦,勞碌,辛苦,疲倦,擾,難為,煩擾,攪擾,難,工夫;源自(κόπτω)*=砍)。參讀 (ἔργον)同義字參讀 (κοπιάω)同源字
出現次數:總共(19);太(1);可(1);路(2);約(1);林前(2);林後(4);加(1);帖前(3);帖後(1);來(1);啓(2)
譯字彙編
1) 勞苦(8) 約4:38; 林前15:58; 林後6:5; 林後11:23; 帖前1:3; 帖前3:5; 來6:10; 啓14:13;
2) 勞碌(2) 林後11:27; 啓2:2;
3) 擾(2) 路11:7; 路18:5;
4) 辛苦(2) 帖前2:9; 帖後3:8;
5) 攪擾(1) 加6:17;
6) 工夫(1) 林前3:8;
7) 難為(1) 可14:6;
8) 難(1) 太26:10;
9) 所勞碌的(1) 林後10:15

English (Woodhouse)

exhaustion, lassitude, weariness

Mantoulidis Etymological

(=χτύπημα, ἐξάντληση). Ἀπό τό κόπτω (= χτυπῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

fatigue

Albanian: lodhje; Arabic: إِرْهَاق‎, تَعَب‎; Armenian: հոգնածություն, ուժասպառություն; Azerbaijani: yorğunluq; Belarusian: стома, стомленасць, зморанасць; Bulgarian: умора, изтощение; Catalan: fatiga; Chinese Mandarin: 疲勞, 疲劳, 倦怠, 乏力, 勞累, 劳累; Czech: únava; Dalmatian: fataica; Danish: træthed, udmatning; Dutch: vermoeidheid; Esperanto: laceco; Estonian: väsimus; Finnish: väsymys, uupumus, väsyminen, uupuminen; French: fatigue, épuisement; Galician: fatiga; Georgian: დაღლილობა; German: Müdigkeit, Ermüdung, Schlappheit, Überdruss, Erschöpfung; Greek: κόπος, κούραση, καταπόνηση; Hindi: थकान; Hungarian: fáradtság; Icelandic: þreyta; Indonesian: kelelahan; Irish: tuirse; Istriot: fadeîga; Italian: stanchezza, stanchezza, affaticamento; Japanese: 疲労, 疲れ; Kazakh: шаршау, шаршағандық, болдырғандық; Korean: 피곤(疲困), 피로(疲勞); Kyrgyz: чарчоо, чарчагандык; Latin: fatigatio; Latvian: nogurums; Lithuanian: nuovargis; Macedonian: умор, замор; Malay: keletihan; Maori: kurutai, mākinokino; Miyako: ブガリ; Mongolian Cyrillic: ядаргаа; Nahuatl: ciammiquiliztli; Norwegian Bokmål: tretthet, utmattelse; Persian: خستگی‎; Polish: zmęczenie; Portuguese: fadiga; Romanian: extenuare, oboseală; Russian: усталость, утомление; Serbo-Croatian Cyrillic: умор; Roman: úmor; Slovak: únava; Slovene: utrujenost; Spanish: fatiga; Swedish: trötthet, utmattning; Tagalog: pagod; Tajik: хастагӣ; Thai: ความล้า; Turkish: yorgunluk, bitkinlik; Turkmen: ýadawlyk; Ukrainian: утома, утомленість, стомленість, змореність; Urdu: تکان‎; Uzbek: charchaganlik, horganlik; Vietnamese: mệt mỏi; Venetian: fadiga