λεοντόβοτος

Revision as of 18:54, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

English (LSJ)

fed on by lions, χώρα Str. 16.1.24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui nourrit des lions;
2 élevé par un lion.
Étymologie: λέων, βόσκω.

Greek Monolingual

λεοντόβοτος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός στον οποίο ζουν λιοντάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. θηρόβοτος, ιππόβοτος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθ. σημ.].

Middle Liddell

λεοντό-βοτος, ον βόσκω
fed on by lions, Strab.

German (Pape)

von Löwen beweidet, wo sich Löwen aufhalten, Λέρνα, Nonn. D. 8.240; vgl. Strab. XVI.747.