ἀποκερματίζω

Revision as of 19:05, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

English (LSJ)

A break into small pieces, Porph.Sent.37. 2 metaph., ἀ. τὸν βίον dissipate one's whole substance, AP7.607 (Pall.).

Spanish (DGE)

(ἀποκερμᾰτίζω) 1 despedazar, dividir fig. εἰς ἑαυτὰς τὴν ὅλην del alma, Porph.Sent.37.
2 deshacer, disipar (τὸν βίον) AP 7.607 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 306] in Scheidemünze umwechseln; ein großes Vermögen klein machen, Palld. 145 (VII, 607).

French (Bailly abrégé)

1 réduire en petite monnaie;
2 fig. gaspiller, dissiper.
Étymologie: ἀπό, κερματίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκερμᾰτίζω: досл. разменивать на мелочи, перен. расходовать на пустяки, расточать (τὸν βίον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκερμᾰτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, μεταβάλλω εἰς κέρματα, εἰς μικρὰ νομίσματα, θραύω τι εἰς μικρὰ τεμάχια, Πορφ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 822. 2) μεταφ., ἀπ. τὸν βίον, δαπανῶ, διασκορπίζω, κατασωτεύω τὴν περιουσίαν μου, Ἀνθ. Π. 7. 607.

Greek Monotonic

ἀποκερμᾰτίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, ανταλλάσσω μεγαλύτερης αξίας νομίσματα με κέρματα μικρότερης αξίας· μεταφ., ἀποκερματίζω τὸν βίον, δαπανώ, κατασπαταλώ την περιουσία μου, σε Ανθ.

Middle Liddell


to change for small coin: metaph., ἀπ. τὸν βίον to dissipate one's substance, Anth.