πλῆγμα

Revision as of 20:05, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "\] (\w+), (\w+)(:\.)" to "] $1, $2:.")

English (LSJ)

ατος, τό, = πληγή, πλήγματα μετώπων, γενειάδων, κρατός, etc., S.Tr. 522 (lyr.), E.IT1366, Tr.794 (anap.), etc.; π. γενῇδος stroke of mattock, S.Ant.250; τέθνηκε νεοτόμοισι π. ib.1283; of a wasp's sting, Arist.HA627b27.

German (Pape)

[Seite 632] τό, = πληγή, Soph. Tr. 519; Wunde, τέθνηκε νεοτόμοισι πλήγμασιν, Ant. 1268; Eur. I. T. 1366 u. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 coup;
2 blessure.
Étymologie: πλήσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλῆγμα -ατος, τό [πλήττω] slag, klap:. κρατός op het hoofd Eur. Tr. 794. wond:. οὔτε του γενῇδος ἦν πλῆγμ ( α ) er was geen slagwond van een bijl Soph. Ant. 250; νεοτόμοισι πλήγμασιν met verse verwondingen Soph. Ant. 1283.

Russian (Dvoretsky)

πλῆγμα: ατος τό
1 удар, ушиб Soph.;
2 рана Soph., Eur.;
3 укол, ужаление Arst.

Greek Monolingual

το / πλῆγμα, ΝΜΑ
χτύπημα (α. «πλήγμα στον κρόταφο με λοστό» β. «μετώπων πλήγματα» Σοφ.
γ. «δεινὰ πλήγματα γεινειάδων», Ευρ.)
νεοελλ.
μτφ. γεγονός που προκαλεί βαθιά λύπη ή σοβαρή υλική ή ηθική ζημιά (α. «ο θάνατος του παιδιού του ήταν μεγάλο πλήγμα» β. «οι συνεχείς χιονοπτώσεις κατέφεραν πλήγματα στην οικονομία»)
αρχ.
τσίμπημα σφήκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλη-γ- του πλήσσω (βλ.λ. πλήττω) + κατάλ. -μα].

Greek Monotonic

πλῆγμα: -ατος, τό, = πληγή, σε Σοφ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πλῆγμα: τό, = πληγή, κτύπημα, πλήγματα μετώπων, γενειάδος, κρατός, κτλ. Σοφ. Τρ. 522, Εὐρ. Ι. Τ. 1366, κτλ.· πλ. γενῇδος, κτύπημα τῆς σκαπάνης, Σοφ. Ἀντ. 250· τέθνηκε νεοτόμοισι πλ. αὐτόθι 1283· ― ἐπὶ κεντήματος ἀγρίων σφηκῶν, τὸ πλῆγμα ὀδυνηρότερον αὐτῶν ἢ ἐκείνων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 1.

Middle Liddell

πλῆγμα, ατος, τό, = πληγή, Soph., Eur.]

English (Woodhouse)

blow