σκύλλω

Revision as of 20:15, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 $2, $3, $4;")

English (LSJ)

Ev.Marc.5.35, aor. A ἔσκῡλα Hdn.(v. infr.):—Pass., v. infr.; aor. ἐσκύλθην Eust.769.41, 1516.57; also ἐσκύλην [ῠ] (v. infr.): pf. ἔσκυλμαι (v. infr.):—= τοῖς ὄνυξι σπᾶν, Hsch.; aor. inf. σκοῦλαι (perhaps Lacon.),= κνῆσαι, Id.:—Pass., σκύλλονται, of dead bodies torn by fish, A.Pers.577 (lyr.); ἔσκυλται . . κίκιννος is dishevelled, AP5.174 (Mel.); ἔσκυλται δὲ κόμη ib.258 (Paul. Sil.). 2 maltreat, molest, τοὺς ἐν [τοῖς ἱεροῖς] ἀποτεταγμένους Sammelb.6236.22 (i B.C.); ὃς δὲ ἂν σκύλῃ [τὸ μνῆμα] IG14.1901 (Rome), cf. AP3.6 (Inscr. Cyzic.), CIG3757 (Nicaea), 4077 (Ancyra):—Pass., UPZ107.8,16 (ii B.C.). 3 trouble, annoy, τὴν ἀσθενοῦσαν Sor.2.11; σκύλας καὶ ὑβρίσας Hdn.7.3.4; σ. τὸν στρατόν Id.4.13.3; τί σκύλλεις τὸν διδάσκαλον; Ev.Marc. l.c., cf. Ev.Luc.8.49; σκῦλον σεαυτὸν πρὸς ἡμᾶς φέρων . . τὴν ὕαλον bestir yourself (i.e. hurry) to us with... PFay.134.2 (iv A.D.):—Pass. and Med., μὴ σκύλλου trouble not thyself, Ev.Luc.7.6; σκυλῆναι πρὸς Τιμόθεον take the trouble to go to T., POxy.123.10 (iii/iv A.D.); σκυλῆναι ἀνέξεται; will he trouble to come? Phoeb.Fig.p.44S.; σκῦλαι (imper. Med.) σεαυτὸν καὶ κτλ. PBaden 33.6 (ii A.D.); ἐσκυλμένοι Ev.Matt.9.36; σκύλλεται καὶ καταπονεῖται Diog.Oen.1. II Med., σκύλαιο κάρη shave the patient's head, Nic.Al.410.

German (Pape)

[Seite 907] eigtl. die Haut abziehen, schinden, auch das Haar ausraufen, σκύλαιο κάρη, Nic. Al. 410; übh. zerraufen, zerreißen, pass., Aesch. Pers. 569; ἔσκυλται, Mel. 60 (V, 175); überh. plagen, Sp., wie Hdn. 4, 13; Hesych. erkl. ἐσκύλατο, διεσπάσατο.

French (Bailly abrégé)

f. inus., ao. ἔσκυλα;
Pass. ao. ἐσκύλθην, ao.2 ἐσκύλην, pf. ἔσκυλμαι;
I. écorcher, déchirer, dépouiller;
II. 1 arracher les cheveux;
2 tourmenter;
Moy. σκύλλομαι se tourmenter.
Étymologie: R. Σκυλ, couvrir ; cf. σκῦλον, lat. quisquiliae.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκύλλω [~ σκάλλω?] perf. med. - pass. ἔσκυλμαι. verscheuren, aan stukken scheuren. van haar door de war brengen. overdr. kwellen, storen, lastig vallen:. μηκέτι σκύλλε τὸν διδάσκαλον val de meester niet langer lastig NT Luc. 8.49. med. zich kwellen, moeite doen:. μὴ σκύλλου bespaar u de moeite NT Luc. 7.6.

Russian (Dvoretsky)

σκύλλω: (aor. ἔσκυλα)1 разрывать, растерзывать: σκύλλεσθαι πρὸς παίδων τᾶς ἀμιάντου Aesch. быть пожираемым детьми моря, т. е. морскими животными; ἔσκυλται κόμη Anth. волосы растрепаны;
2 мучить, изнурять (τινά NT).

English (Strong)

apparently a primary verb; to flay, i.e. (figuratively) to harass: trouble(self).

English (Thayer)

perfect passive participle ἐσκυλμενος; present middle imperative 2nd person singular σκύλλου; (σκῦλον, which see);
a. to skin, flay (Anthol.).
b. to rend, mangle (Aeschylus Pers. 577); to vex, trouble, annoy (Herodian, 7,3, 9 (4)): τινα, ἐσκυλμένοι (Vulg. vexati) (R. V. distressed), G L T Tr WH; middle to give oneself trouble, trouble oneself: μή σκύλλου, Luke 7:6.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. ξεσχίζω σαν σκύλος, κατασπαράσσω
2. μτφ. εμβάλλω κάποιον σε ταραχή ή στενοχώρια, ταράζω (α. «τὴν ἀσθενοῦσαν σκύλλειν», Σωρ.
β. «τί ἔτι σκύλλεις τὸν διδάσκαλον», ΚΔ)
3. (το μέσ. και παθ.) σκύλλομαι
στενοχωριέμαι (α. «Κύριε, μή σκύλλου», ΚΔ
β. «σκύλλεται και καταπονείται», Διογ. Οιν.)
αρχ.
1. φθείρω, καταστρέφω («τοὺς ἐν τοῖς ἱεροῖς ἀποτεταγμένους σκύλλειν», επιγρ.)
2. φρ. «σκύλλομαι κάρη» — τραβώ, μαδώ τα μαλλιά μου (Νικ. Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το ρ. σκύλλω ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα του ρ. σκάλλω «σκαλίζω» (βλ. λ. σκάλλω) με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -υ, ενώ, κατ' άλλους, έχει σχηματιστεί με συμφυρμό τών σκάλλω και μιστύλλω «κομματιάζω». Το ρ. συνδέεται επίσης με τη λ. σκῦλον. Η σημ. του ρ. εξελίχθηκε από την αρχική έννοια του τ. σκύλλονται «κατασπαράσσονται, ξεσχίζονται» στην έννοια του «ενοχλώ, στενοχωρώ, ταράζω»].

Greek Monotonic

σκύλλω: αόρ. αʹ ἔσκῡλα — Παθ., παρακ. ἔσκυλμαι·
1. ξεσχίζω, γδέρνω, κατακρεουργώ, κατασπαράζω — Παθ., σε Αισχύλ.
2. μεταφ., βάζω σε μπελά, ταλαιπωρώ, τυραννώ, ενοχλώ, Λατ. vexare, σε Καινή Διαθήκη — Παθ. ή Μέσ., μὴ σκύλλου, μην ενοχλείσαι, στο ίδ.· ἐσκυλμένοι, δυσαρεστημένοι, αναστατωμένοι, ενοχλημένοι, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

σκύλλω: ἀόρ. ἔσκῡλα. - Παθ., ἀόρ. ἐσκύλθην Εὐστ. 769. 41., 1516. 57· παρὰ τοῖς Ἐκκλ. ὡσαύτως ἐσκύλην [ῠ]· πρκμ. ἔσκυλμαι, ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΥΛ παράγονται καὶ τὰ σκῦλον, σκύλμα, σκυλμός, Σκύλλα, σκύλαξ· - ὁ Κούρτ. παραβάλλει καὶ τὸ κοσκυλμάτια, Λατ. qui-squil-iae). Σπαράττω, διασχίζω, ξεσχίζω, «μαδῶ». - Μέσ., σκύλαιο κάρη, εἴθε νὰ μαδήσῃς τὴν κεφαλήν σου, Νικ. Ἀλεξιφ. 412. - Παθητ., σκύλλονται, ἐπὶ νεκρῶν σωμάτων, σχίζονται ὑπὸ τῶν ἰχθύων, σπαράττονται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 577· ἔσκυλται ... κίκιννος Ἀνθ. Π. 5. 175· ἔσκυλται δὲ κόμη αὐτόθι 259. 2) μεταφορ., ταράττω, εἰς ταραχὴν ἐμβάλλω, δυσαρεστῶ, ἐνοχλῶ, Λατ. vexare, σκύλας καὶ ὑβρίσας Ἡρῳδιαν. 7. 3· σκ. τὸν στρατὸν ὁ αὐτ. 4. 13· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ε΄, 35, Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 49· - Παθ. καὶ μέσ., μὴ σκύλλου, μὴ λάμβανε τὸν κόπον ..., Εὐαγγ. κ. Λουκ. ζ΄, 6· σκυλῆναι πρός τινα, ἐνοχλοῦμαι, ὑποβάλλομαι εἰς κόπον διά τινα, Ἐκκλ.· ἐσκυλμένοι Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 36. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκύλλειν· τὸ τοῖς ὄνυξι σπᾶν».

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: approx. to lacerate, to tear up, to flay, mostly metaph. to pester, to tire, to bother, to trouble, to vex, midd.-pass. to strain, aor. act. to infest, to plunder (pap., inscr., NT, late prose; rarely poet.: A., Nic., AP; s. bel.).
Other forms: esp. aor. σκῦλ-αι, pass. -ῆναι (-ηθῆναι Eust.); fut. -ήσομαι, perf. midd. ἔσκυλμαι.
Compounds: Rarely w. ἀπο-, ἐπι-, προ-, συν-.
Derivatives: 1. σκυλ-μός m. bothering, tribulation (hell. a. late), the rending (sch.) with -μώδης (Vett. Val.); 2. -μα (κόμης) n. the tussling, tousling, tousled hair (AP); 3. σκύλσις θυμός, σάλος, ταραχή H., -τικός (Vett. Val.). -- 4. σκύλος n. (σκύλα pl. Nic. Th. 422) stripped hide, skin (Call., Theoc., AP; cf. δέρμα: δέρω), nutshell (Nic.); as 1. member in σκυλο-δέψης m. tanner (Ar.), -ός id. (D.; Fraenkel Nom. ag. 2, 112f.). Also σκῦλος n. (Herod. 3, 68 with after σκῦτος, if not miswritten for it). -- On κοσκυλμάτια s. v.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Together with its derivations σκύλλω is esp. known from the later colloquial language and in the metaph. meaning pester etc.. Through adaptation to σκῦλον the aor. σκῦλαι got the meaning of harass, plunder (ἱερόν etc.). Similarly (ἀπο-)σκύλαιο aor. opt. midd. 2. sg. of the hair and head abrade, uncover (Nic.), to which further ἔσκυλται (κόμη) is teared apart, tousled (AP); from the older language only pres. σκύλλονται they are (by the fishes) stripped of their flesh, of the drowned warriors (A. Pers. 577 [lyr.]) and he noun σκυλο-δέψης; to this with metathesis ξύλλεσθαι = σκύλλεσθαι, συλᾶσθαι (SIG 56, 3; Argos Va; cf. Schwyzer 329). -- Since long (s. Curtius 169, WP. 2, 591, Pok. 923f.) connected with the group of σκάλλω (s. v.), where υ in σκύλλω would be a reduced vowel (Schwyzer 351) [which is impossible]. Or cross with μιστύλλω and other verbs in -ύλλω ? -- Diff. Persson Beitr. 1, 375 (s. Bq). -- Cf. σκῦλα, -ον, also συλάω.

Middle Liddell


1. to rend, mangle:—Pass., Aesch.
2. metaph. to trouble, annoy, Lat. vexare, NTest.:—Pass. or Mid., μὴ σκύλλου trouble not thyself, NTest.; ἐσκυλμένοι troubled, distressed, NTest.

Frisk Etymology German

σκύλλω: {skúllō}
Forms: vorw. Aor. σκῦλαι, Pass. -ῆναι (-ηθῆναι Eust.). Fut. -ήσομαι, Perf. Med. ἔσκυλμαι,
Grammar: v.
Meaning: etwa zerfleischen, zerreißen, schinden, meist übertr. plagen, ermüden, bemühen, belästigen, vexieren, Med.-Pass. sich bemühen, Aor. Akt. heimsuchen, plü ndern (Pap., Inschr., NT, sp. Prosa; selten poet.: A., Nik., AP; s. unten).
Composita: ganz vereinzelt m. ἀπο-, ἐπι-, προ-, συν-,
Derivative: Davon 1. σκυλμός m. Belästigung, Drangsalierung (hell. u. sp.), das Raufen (Sch.) mit -μώδης (Vett. Val.); 2. -μα (κόμης) n. das Zerraufen, Zerzausen, zerzaustes Haar (AP); 3. σκύλσις· θυμός, σάλος, ταραχή H., -τικός (Vett. Val.). — 4. σκύλος n. (σκύλα pl. Nik. Th. 422) abgezogene Tierhaut, Fell (Kall., Theok., AP; vgl. δέρμα: δέρω), Nußschale (Nik.); als Vorderglied in σκυλοδέψης m. Gerber (Ar.), -ός ib. (D.; Fraenkel Nom. ag. 2, 112f.). Auch σκῦλος n. (Herod. 3, 68 mit ῦ nach σκῦτος, wenn nicht dafür verschrieben). — Zu κοσκυλμάτια s. bes.
Etymology: Mitsamt seinen Ableitungen ist σκύλλω vorwiegend aus der späteren Umgangssprache bekannt u. zw. in der übertragenen Bed. plagen. Durch Anlehnung an σκῦλον hat der Aor. σκῦλαι den Sinn von heimsuchen, plündern (ἱερόν usw.) angenommen. Ähnlich (ἀπο-)σκύλαιο Aor. Opt. Med. 2. sg. vom Haar und Haupt abschürfen, entblößen (Nik.), wozu noch ἔσκυλται (κόμη) ist zerrauft, zerzaust (AP); aus der älteren Sprache nur Präs. σκύλλονται ‘sie werden (von den Fischen) zerfleischt’, von den ertrunkenen Kriegern (A. Pers. 577 [lyr.]) und das Nomen σκυλοδέψης; dazu mit Metathese ξύλλεσθαι = σκύλλεσθαι, συλᾶσθαι (SIG 56, 3; Argos Va; vgl. Schwyzer 329). — Seit langem (s. Curtius 169, WP. 2, 591, Pok. 923f.) mit der Sippe von σκάλλω (s. d.) verbunden, wobei υ in σκύλλω Reduktionsvokal wäre (Schwyzer 351). Oder Kreuzung mit μιστύλλω und anderen Verba auf -ύλλω ? — Anders Persson Beitr. 1, 375 (s. Bq). — Vgl. σκῦλα, -ον, auch συλάω.
Page 2,742

Chinese

原文音譯:skÚllw 士去羅
詞類次數:動詞(3)
原文字根:剝皮
字義溯源:勞煩*,煩勞,勞動,困苦,筋疲力竭,用盡,煩惱,消極,煩擾,擾亂。參讀 (θορυβέω)同義字
同源字:1) (σκύλλω)勞煩 2) (σκῦλον)剝皮
出現次數:總共(4);太(1);可(1);路(2)
譯字彙編
1) 勞動(2) 路7:6; 路8:49;
2) 煩勞(1) 可5:35;
3) 困苦(1) 太9:36

Mantoulidis Etymological

(=σπαράζω, ξεσχίζω, μαδῶ). Ἀπό ρίζα σκυλ- ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: σκῦλον (=λάφυρο), σκυλμός (=ξέσχισμα), σκύλμα (=μαδημένα μαλλιά), κοσκυλμάτια (=ἄχρηστα ἀποκόμματα δερμάτων), Σκύλλα, σκύλαξ.

French (New Testament)

importuner, ennuyer