διῶρυξ

Revision as of 12:46, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, ")

English (LSJ)

διώρῠχος (sts. in Pap., BGU543.7 (i B. C.), etc.; later Gr. more freq. διώρῠγος PPetr.3p.60 (iii B. C.), Tab.Heracl.1.59, PTeb.72.72 (ii B. C.), J.Vit.31, etc.), ἡ (ὁ, PRyl.154.18):— trench, conduit, canal, Hdt.1.75, Hp.Aër.15, Th.1.109, etc.; κρυπτὴ διῶρυξ = an underground passage, Hdt.3.146; = fossa, Plu.Fab.1 (pl.).

Spanish (DGE)

-υχος, ἡ
• Alolema(s): διόρ- Hsch.ε 2702
• Morfología: [masc. SEG 35.1483A.8, B.7 (Termas de Hímera II/I a.C.), PRyl.154.18 (I d.C.); decl. sobre διώρυγος TEracl.1.59 (IV a.C.), PPetr.3.28re.(e).20 (III a.C.), PTeb.72.72 (II a.C.), IGDS 202 (Termas de Himera II/I a.C.), SEG ll.cc.]
1 canal, conducto de agua en obras hidraúlicas artificiales, Hdt.1.75, Th.1.109, en zonas pantanosas, Hp.Aër.15, TEracl.l.c., Hsch.l.c., ἐκ ποταμοῦ πρὸς ποταμὸν διώρυχες εἰς διάπλουν Lib.Or.11.201, esp. para el riego en regiones y zonas desérticas, Plb.9.43.2, LXX Ie.38.9, PPetr.l.c., PTeb.l.c., POxy.3462.2 (I a.C.), Mela 3.80, PRyl.l.c., PBeatty Panop.2.223 (III d.C.), PWash.Univ.7.6 (V/VI d.C.), para conducción de agua y alcantarillado en instalaciones urbanas δ. γναφικός SEG ll.cc., IGDS l.c., asociado a un culto de Asclepio Ἀσκληπιῷ Ἐπιδαυρίῳ ... διώρυγα κατοικοῦντι IApameia 5.6 (II d.C.), cf. Διορυγείτης
canal portuario τὸ τῆς διώρυχος στόμα Pl.Criti.117e.
2 pasadizo subterráneo κρυπτὴ δ. ἐκ τῆς ἀκροπόλιος φέρουσα ἐπὶ θάλασσαν Hdt.3.146
táct. mina en el asedio de ciudades, Polyaen.4.18.1.
3 trinchera, foso para la caza, Plu.Fab.1.

French (Bailly abrégé)

υχος (ἡ) :
fossé (tranchée, canal, mine, etc.) : διῶρυξ κρυπτή HDT conduit souterrain.
Étymologie: διορύσσω.

Russian (Dvoretsky)

διῶρυξ: ῠχος и ῠγος ἡ ров, канал Her., Thuc., Xen., Plat., Arst., Plut.: δ. κρυπτή Her. потайной подземный ход.

Greek (Liddell-Scott)

διῶρυξ: -ῠχος (καὶ παρὰ μεταγεν. -ῠγος, ἴδε Λοβ. Φρύν. 230), ἡ·- αὖλαξ, χάνδαξ, τάφρος, Ἡρόδ. 1. 75, Ἱππ. Ἀέρ. 290, Θουκ. 1. 109, κτλ.·κρυπτὴ δ., ὑπόγειος ὀχετός, Ἡρόδ. 3. 146. - Πρβλ. καὶ Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 321. 323.

Greek Monotonic

διῶρυξ: -ῠχος, ἡ (διορύσσω), αυλάκι, χαντάκι, τάφρους, αγωγός, κανάλι, σε Ηρόδ., Θουκ.· κρυπτὴ δ., υπόγειος οχετός, αγωγός, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

n διορύσσω
a trench, conduit, canal, Hdt., Thuc.; κρυπτὴ δ. an underground passage, Hdt.

English (Woodhouse)

canal

Mantoulidis Etymological

(=αὐλάκι, τάφρος). Ἀπό τό διορύσσω. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα ὀρύσσω.

German (Pape)

υγος (od. nach den Attizisten besser -υχος, wie sich bei Her., Plat., Thuc. in den besseren mss. findet; die erste Form bei Pol. und andere Spätere; vgl. Lobeck zu Phryn. p. 2301, ἡ, der Graben, Kanal, Mine; ὀρύσσειν, Her. 1.75; Thuc. 1.109; διώρυχες εὐθεῖαι τετμημέναι Plat. Critia. 118d, und A.