δρέπανον
English (LSJ)
τό, also δράπανον (q. v.), (δρέπω)
A = δρεπάνη, δ. εὐκαμπές Od.18.368; χαλκέοις ἤμα δ. S.Fr.534; the usual form in Prose and Com., Hdt.1.125, etc.; δ. θεριστικόν PMagd.8.6 (iii B. C.). 2 pruning-knife, Pl.R.333d. 3 scythe, X. Cyr.6.1.30. 4 curved sword, scimitar, Hdt.5.112, 7.93, Ar.Ra.576.