ἐνναίω

Revision as of 11:00, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "intr." to "intr.")

English (LSJ)

dwell in, τοισίδ' ἐνναίει δόμοις E.Hel.488; ὅσοισι [κακοῖσι] . . ὁρᾷς ἐνναίοντά με S.Ph.472, cf. Lyr.Alex.Adesp.35.22; ἐκεῖ S.OC 788: c. acc. loci, inhabit, Mosch.4.36, A.R.1.1076: in later Prose, [Κόρινθον] ἐ. ἐν μέσοις τοῖς ἀγαθοῖς Aristid.Or.46(3).27: 3pl. fut. Med. ἐννάσσονται A.R.4.1751: 3pl. aor. 1 Med. ἐννάσσαντο ib.1213, Call.Del.15: 3sg. aor. 1 Pass. ἐννάσθη A.R.3.1181.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. iterat. 3a sg. ἐνναίεσκεν Opp.H.5.461; med. fut. 3a plu. ἐννάσσονται A.R.4.1751; med. aor. ind. ἐννάσσαντο A.R.4.1213, Call.Del.15, pas. ἐννάσθη A.R.3.1181]
I intr.
1 habitar, morar en c. dat., ἐν y dat. o adv. de lugar τοισίδ' ἐνναίει δόμοις E.Hel.488, οἴκοις Ταρταρίοισι Orph.H.37.3, ἐν ὄρεσσιν A.R.4.519, ἐκεῖ S.OC 788, cf. Lyr.Alex.Adesp.35.22
fig. c. dat. abstr. vivir en medio de, entre ὁρᾷς ὅσοισί (κακοῖσι) τ' ἐξήκουσας ἐνναίοντά με S.Ph.472, ἐν μέσοις τοῖς ἀγαθοῖς Aristid.Or.46.27.
2 en v. med.-pas. asentarse, establecerse ἔνθα ... ἐννάσθη A.R.3.1181, ἵν' ... ἐννάσσονται A.R.4.1751, ἐνάσσαντο μετὰ χρόνον A.R.4.1213.
II tr. habitar c. ac. de lugar Θήβην Mosch.4.36, Κύζικον A.R.1.1076, λιθακὰς τε καὶ ἕρμακας Nic.Th.150, σορόν TAM 4(1).363.1 (II d.C.), ἠέρα Opp.H.2.40, Ἔρεβος Cod.Vis.Iust.24.

German (Pape)

[Seite 846] (s. ναίω), darin wohnen; ἐκεῖ Soph. O. C. 792; ὅσοισί τ' εἰσήκουσας ἐνναίοντά με (κακοῖς), sich darin befinden, Phil. 470; τοισίδε δόμοις Eur. Hel. 489; ἐν ὄρεσσιν Ap. Rh. 4, 519; c. acc., bewohnen, Θήβην Mosch. 4, 36, a. Sp., wie Opp. Hal. 2, 49; aor. ἐννάσσαντο Ap. Rh. 4, 1213, fut. ἐννάσσομαι 4, 1751; ἐννάσθη, er ließ sich nieder, 3, 1181.

French (Bailly abrégé)

habiter dans;
Moy. ἐνναίομαι être établi dans, résider dans.
Étymologie: ἐν, ναίω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνναίω: (только praes.) обитать, жить (ἐκεῖ χώρας Soph.; τοισίδε δόμοις Eur.): ὁρᾶν τινα ἐνναίοντα κακοῖς Soph. видеть кого-л. в беде.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνναίω: ναίω ἐν, κατοικῶ ἐντός, τοῖσι δ’ ἐνναίει δόμοις Εὐρ. Ἑλ. 488· διατελῶ ἐν, οἴοις κακοῖσι... ὁρᾷς ἐνναίοντά με Σοφ. Φιλ. 472· διαμένω ἔν τινι τόπῳ, ἐκεῖ χώρας ἀλάστωρ οὐμὸς ἐνναίων ἀεὶ ὁ αὐτ. Ο. Κ. 788· μετ’ αἰτ. τόπου, κατοικῶ, Θήβην κουροτρόφον ἐνναίουσιν Μόσχ. 4. 36, Ἀπολλ. Ρόδ.: - γ΄ πληθ. μέσ. μέλλ. ἐννάσσονται ὁ αὐτ. Δ. 1751· γ΄ πληθ. ἀορ. ἐννάσσαντο αὐτόθι 1213, Καλλ. εἰς Δῆλ. 15: ἀόρ. παθ. ἐννάσθη, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1181.

Greek Monolingual

ἐννιαίω (Α) ναίω
1. κατοικώ, μένω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι («ἐκεῖ χώρας ἀλάστωρ οὑμὸς ἐνναίων ἀεί», Σοφ.)
2. ίδια σημ. και το μέσ. και παθ. (α. «τῷ σφε καὶ ἰχθυοβολῆες ἁλίπλοοι ἐννάσαντο» — εκεί και οι ψαράδες που πλέουν στη θάλασσα, Καλλιμ.
β. «ἔνθα καὶ ἐννάσθη» — όπου και αποικίστηκε, διέμεινε, Απολλ. Ρόδ.).

Greek Monotonic

ἐνναίω: διαμένω, ζω, κατοικώ εντός, με δοτ., σε Ευρ.· ἐνν. ἐκεῖ, σε Σοφ.· με αιτ. τόπου, κατοικώ, σε Μόσχ.

Middle Liddell


to dwell in a place, c. dat., Eur.; ἐνν. ἐκεῖ Soph.:—c. acc. loci, to inhabit, Mosch.