στενόσημος

Revision as of 11:18, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")

English (LSJ)

ον, with narrow border: ἡ στενόσημος = Lat. tunica angusticlavia, opp. πλατύσημος, Arr.Epict.1.24.12.

German (Pape)

[Seite 935] mit schmalem Saume, Gegensatz πλατύσημος; ἡ στ., sc. ἐσθής, tunica angusticlavia, Arr. Epict. 1, 24.

Greek (Liddell-Scott)

στενόσημος: -ον, ὁ ἔχων στενὴν παρυφήν (οὔγιαν), στενὸν κράσπεδον, ἡ στενόσημος, τὸ παρὰ Ρωμαίοις tunica angust - clavia, ἀντίθετον τῷ πλατυσ-, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 24, 12.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει στενή παρυφή
2. το θηλ. ως ουσ.στενόσημος
(στους Ρωμαίους) ο χιτώνας που φορούσαν οι χιλίαρχοι οι οποίοι προέρχονταν από την τάξη τών δημοτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -σημος (< σῆμα), πρβλ. πλατύ-σημος].