εὔλογος

Revision as of 11:20, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

English (LSJ)

ον,
A reasonable, sensible, νουθετήματα A.Pers.830; οὐκ εὐλόγῳ ἔοικεν Pl.R.605e; εὔλογος ὀργή Phld.Ir.p.45 W.; εὔλογον, εὔλογόν ἐστι c. inf., it is reasonable that... Pl.Cra.396b, Arist.Pol.1286b15, etc.; εὐλογώτερόν [ἐστι] Id.EN1102b2: Sup., Id.Cael.286b34.
2 reasonable, fair, πρόφασις Th.3.82, D.18.152, etc.; τὸ εὔλογον = a fair reason, Th. 4.87.
3 probable, c. dat. et inf., Hp.de Arte7 (Comp.), cf. Sphaer.Stoic.1.141, Cic.Att.14.22.2; διὰ σημείων εὐλόγων = by reasonable signs Phld.Lib.p.30 O.; ἐκ τῶν εὐλόγων = in all probability, Plb.10.44.6, cf. Plu.Them.13; ἐκτὸς τῶν εὐλόγων πίπτειν to be beyond all probability, Arist.Metaph.1060a18: Comp., Pl.Ep.352a: Sup., Cic.Att.13.6.4. Adv. εὐλόγως Phld.Lib.p.33 O.
4 suitable, conformable, c. dat., Plot.6.5.10.
5 creditable, κατορθώσασι γὰρ εὔλογον [ἐστί] = if you're successful, then you'll merit praise Ar.Ra.736.
6 eloquent, v.l. for ἱκανός, LXX Ex. 4.10, whence Ezek.Exag.113, Ph.2.93, 1.166 (interpr. as reasonable).
II Adv. εὐλόγως = reasonably, with good reason, plausibly, A.Th.508, Supp.47 (lyr.), Fr.6, Ar.V.771, Lys.12.7; εὐλόγως ἄπρακτοι ἀπίασιν Th. 4.61; εὐλόγως φέρειν (Abresch εὐλόφως, q.v.) E.Fr.175; εὐλόγως ἔχειν Pl. Phd.62d; εὐλόγως φθονεῖν τινι Alex.219.1; τοῖς εὐλόγως καὶ τοῖς κακῶς ἔχουσι Men.48; freq. like εἰκότως, at the close of a sentence, implying assent, Arist.EN1153b15, 1162b6: Comp. εὐλογωτέρως Isoc.6.28; εὐλογώτερον = after due consideration Plb.7.7.7.
2 εὐλόγως τινὰ ἐπιδέξασθαι (v.l. ἐνδόξως) honourably, LXX 1 Ma.12.43.

German (Pape)

[Seite 1078] vernünftig, vernunftgemäß; εὔλογον, sc. ἐστί, mit acc. c. inf., Plat. Crat. 396 b; οὐκ εὐλόγῳ ἔοικε Rep. X, 605 e; νουθετήματα Aesch. Pers. 816; προφάσεις Thuc. 3, 82; Dem. 18, 151, der 45, 14 auch σὔτ' ἐοικότα οὔτ' εὔλογα vrbdt; εὐλόγοις ἀφορμαῖς χρῆσθαι Pol. 4, 4, 9, öfter; τὸ εὔλογον, die Wahrscheinlichkeit, Thuc. 4, 87; Arist.; ἐκ τῶν εὐλόγων, nach aller Wahrscheinlichkeit, Pol. 10, 44, 6; Plut. Them. 13 u. a. Sp., bes. Ausdruck der Akademiker; ἐκτὸς τῶν εὐλόγων πίπτειν, unwahrscheinlich sein, Arist. Metaph. 10, 2; vgl. Pol. 16, 12, 6. – Adv., Aesch. Suppl. 47. 249 u. öfter; Ar. Vesp. 771 u. A.; εὐλόγως ἔχειν, vernünftig, wahrscheinlich sein, Plat. Phaed. 62 d u. A.; εὐλογωτέρως, Isocr. 6, 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fondé en raison, raisonnable, vraisemblable ; τὸ εὔλογον raison plausible, vraisemblance;
Cp. εὐλογώτερος, Sp. εὐλογώτατος.
Étymologie: εὖ, λόγος.

Russian (Dvoretsky)

εὔλογος:
1 разумный, основательный, здравый (νουθετήματα Aesch.): εὔλογόν (sc. ἐστι) μεγάλης τινὸς διανοίας ἔκγονον εἶναι τὸν Δία Plat. разумно (предположить), что Зевс есть порождение высшего рассудка;
2 вероятный, правдоподобный, тж. благовидный (πρόφασις Thuc., Dem., Arst., Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔλογος: -ον, ἔχων ἰσχυρὸν λόγον, λογικός, προσήκων, κατάλληλος, νουθετήματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 830· οὐκ εὐλόγῳ ἔοικε Πλάτ. Πολ. 605Ε· εὔλογον ἐστί, μετ’ ἀπαρ., εἶναι ὀρθόν, εὔλογον νά…, Ἀριστοφ. Βάτρ. 736, Πλάτ. Κρατ. 396Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 12, κ. ἀλλ.· οὕτως, εὐλογώτερόν ἐστι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 13, 11, κ. ἀλλ. 2) εὔλογος, δίκαιος, πρόφασις Θουκ. 3. 82, Δημ. 277. 29. κτλ.· τὸ εὔλογον, ὡς καὶ νῦν, Θουκ. 4. 87· ἐκ τῶν εὐλόγων, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, Πολύβ. 10. 44, 6, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστοκλ. 13· ἐκτὸς τῶν εὐλόγων πίπτειν, ἔξω πάσης πιθανότητος, Ἀριστ. μετὰ τὰ Φυσ. 10. 2, 3. - Συγκρ. Πλάτ. Ἐπιστ. 352Α· Ὑπέρθ., Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 4. ΙΙ. Ἐπίρρ. -γως, ὡς καὶ νῦν, Αἰσχύλ. Θήβ. 508, Ἱκ. 47, Ἀποσπ. 5· εὐλόγως ἄπρακτοι ἀπίασιν Θουκ. 4. 61· εὐλ. φέρειν (εὐλόφως Abresch.), Εὐρ. Ἀποσπ. 175· εὐλ. ἔχειν Πλάτ. Φαίδων 62D· εὐλ. φθονεῖν τινι Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 3. 1· τοῖς εὐλόγως καὶ τοῖς κακῶς ἔχουσι Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 1, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 771· παρ’ Ἀριστ. συχνάκις ὡς τὸ εἰκότως, ἐν τέλει περιόδου ἐκφράζουν πλήρη συναίνεσιν, Ἠθ. Ν. 7. 13, 2., 8. 13, 2, κ. ἀλλ.· Συγκρ. -ωτέρως, Ἰσοκρ. 121C· -ώτερον, Πολύβ. 7. 7, 7.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔλογος, -ον)
1. αυτός που έχει καλό, ισχυρό λόγο, δηλ. καλή κρίση, ο λογικός, ο συνετός («εὐλογα νουθετήματα», Αισχύλ.)
2. αυτός που φαίνεται πιθανός, πιθανοφανής, αληθοφανής («διὰ σημείων εὐλόγων», Φιλόδ.)
3. ο ορθός, ο σωστός (α. «είναι εύλογο να πας στον γάμο τους» β. «ηύραν εύλογον να στείλουν πρέσβεις», Καισάρ. Δαπ.)
μσν.
1. κανονικός
2. δίκαιος
μσν.-αρχ.
δικαιολογημένος, δίκαιος («ἀποτροπῆς πρόφασις εὔλογος», Θουκ.)
αρχ.
1. αρμόδιος, κατάλληλος
2. αξιέπαινος, επαινετός («καὶ κατορθώσασι γὰρ εὔλογόν (ἐστι)» — διότι και αν επιτύχουν, το πράγμα θα είναι αξιέπαινο, Αριστοφ.)
3. ευφραδής, εύγλωττος («οὐκ εὔλογός εἰμι», ΠΔ)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔλογον
το δίκαιο («προσεῖναι... μοι κατὰ δύο ἀνάγκας τὸ εὔλογον», Θουκ.)
5. φρ. α) εὔλογόν ἐστι» — είναι ορθό να
β) «ἐκ τῶν εὐλόγων» — μεταξύ τών πιθανών, κατά πάσα πιθανότητα.
επίρρ...
ευλόγως και εύλογα (ΑΜ εὐλόγως)
κατά εύλογο τρόπο, πιθανώς
μσν.
δικαιολογημένα
μσν.-αρχ.
με περίσκεψη, λογικά («εὐλόγως ξυνήγαγεν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. με ευλογία, με ευχή
2. εντίμως («εὐλόγως τινὰ ἐπιδέξασθαι», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λόγος (< λέγω)].

Greek Monotonic

εὔλογος: -ον,
I. 1. αυτός που έχει ισχυρό λόγο, λογικός, μετρημένος, σε Αισχύλ.· εὔλογόν (ἐστι), με απαρ., είναι φυσικό, λογικό ότι, σε Αριστοφ.
2. εύλογος, δίκαιος, σε Θουκ. κ.λπ.· τὸεὔλ., εύλογη αιτία, δίκαιος λόγος, στον ίδ.
II. επίρρ. -γως, δικαίως, λογικά, σε Αισχύλ., Θουκ.· εὐλ. ἔχειν, δείχνω λογική, σε Πλάτ.

Middle Liddell

εὔ-λογος, ον
I. having good reason, reasonable, sensible, Aesch.; εὔλογόν [ἐστι], c. inf., it is reasonable that, Ar.
2. reasonable, fair, Thuc., etc.: τὸ εὔλ. a fair reason, Thuc.
II. adv. -γως, with good reason, reasonably, Aesch., Thuc.; εὐλ. ἔχειν to be reasonable, Plat.

English (Woodhouse)

equitable, fair, plausible, reasonable, specious, to be expected

Mantoulidis Etymological

(=λογικός). Ἀπό τό εὖ + λόγος τοῦ λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

reasonable

Albanian: arsyeshëm; Arabic: مَعْقُول‎; Armenian: ողջամիտ; Asturian: razonable; Belarusian: разумны; Bulgarian: разумен, приемлив; Catalan: raonable; Czech: rozumný; Finnish: kunnollinen; French: correct, juste, raisonnable; Galician: razoable, razoábel; German: vernünftig; Greek: δικαιολογημένος, τίμιος, λογικός; Hungarian: észszerű; Irish: réasúnta, ciallmhar; Italian: ragionevole; Latin: modicus; Norman: raisonnabl'ye; Norwegian Bokmål: rimelig, fornuftig; Nynorsk: rimeleg, fornuftig; Occitan: rasonable; Polish: uzasadniony; Portuguese: razoável, sensato; Romanian: rezonabil; Russian: разумный; Scottish Gaelic: reusanta, cothromach; Spanish: razonable; Swedish: rimlig; Turkish: makul

sensible

Bulgarian: благоразумен; Catalan: sensat, assenyat; Czech: rozumny; Danish: fornuftig; Dutch: verstandig, zinnig; Finnish: järkevä, järjellinen; French: sensé, raisonnable; Georgian: აზრიანი; German: vernünftig; Ancient Greek: φρόνιμος; Hungarian: észszerű, értelmes; Irish: réasúnta, ciallmhar; Italian: giudizioso, di buon senso, ragionevole, sensato; Norwegian Bokmål: fornuftig; Nynorsk: fornuftig; Polish: sensowny, rozsądny; Portuguese: sensato; Romanian: rezonabil, rațional, sensibil, simțit; Russian: разумный, здравомыслящий, рациональный, благоразумный, здравый; Sanskrit: कवि; Scottish Gaelic: toinnte, glic; Spanish: razonable, sensato, sesudo; Swedish: förnuftig; Turkish: makul, akla yatkın, akıllı, akıllıca

probable

Armenian: հավանական; Asturian: probable; Belarusian: праўдападобны, верагодны; Bulgarian: правдоподобен, вероятен; Catalan: probable; Chinese Mandarin: 可能; Czech: pravděpodobný; Esperanto: probabla, verŝajna; Estonian: tõenäoline; Finnish: todennäköinen, luultava; French: probable; Galician: probable, probábel; Georgian: შესაძლო, სავარაუდო; German: glaubhaft, wahrscheinlich; Greek: πιθανός, ενδεχόμενος; Hebrew: סביר‎; Hungarian: valószínű; Ido: probabla; Irish: is dóigh; Italian: probabile; Japanese: 起こりそうな, 高確率の; Latin: probabilis; Latvian: ticams, iespējams; Norwegian Bokmål: sannsynlig; Norwegian Nynorsk: sannsynleg; Occitan: probable; Polish: prawdopodobny; Portuguese: provável; Romanian: probabil; Russian: правдоподобный, вероятный; Serbo-Croatian Cyrillic: вероватан, вјероватан, веројатан, вјеројатан; Serbo-Croatian Roman: verovatan, vjerovatan, verojatan, vjerojatan; Slovak: pravdepodobný; Slovene: verjeten; Spanish: probable; Ukrainian: правдоподі́бний, імові́рний, ймові́рний; Volapük: luveratik

suitable

Azerbaijani: uyğun; Bulgarian: подходящ; Catalan: apropiat; Chinese Mandarin: 合適, 合适, 適當, 适当; Czech: vhodný, vyhovující; Danish: passende, egnet; Dutch: geschikt, passend; Esperanto: konvena, taŭga; Finnish: sopiva, kelvollinen; French: approprié, convenable, opportun, idoine; German: geeignet, passend, angemessen; Gothic: 𐍆𐌰𐌲𐍂𐍃; Greek: κατάλληλος; Ancient Greek: πρόσφορος, ἐπιεικής, ἄρτιος; Hebrew: ראוי‎, מתאים‎, הולם‎; Hungarian: megfelelő, illő; Italian: adatto, idoneo, rispondente, confacente, indicato, appropriato, giusto; Japanese: 相応しい, 相応な, 適切な; Latin: aptus, idoneus; Latvian: piemērots, atbilstošs, piederīgs; Macedonian: погоден; Malay: sesuai; Malayalam: അനുയോജ്യമായ, അനുയോജ്യം; Manx: cooie; Maori: arotau, haratau, tau, tōtika; Middle English: digne; Norwegian: passende, egnet; Portuguese: apropriado, favorável; Romanian: adecvat, convenabil, potrivit, nimerit; Russian: подходящий, годный, пригодный, применимый, соответствующий; Scottish Gaelic: freagarrach, iomchaidh; Slovene: ustrézen; Spanish: apropiado, indicado; Swedish: lämplig; Tagalog: hiyang, kahiyang; Telugu: తగిన, యుక్తమైన; Tocharian B: ayāto; Turkish: uygun, yerinde; Ukrainian: підходящий, відповідний, придатний; Vietnamese: phù hợp; Welsh: addas; Westrobothnian: poteli, tingeli; Yiddish: פּאַסיק‎

eloquent

Arabic: فَصِيح‎, فُصْحَى‎, بَلِيغ‎, طَلِيق اللِّسَان‎; Armenian: պերճախոս; Azerbaijani: bəlağətli, fəsahətli; Basque: berritsu; Bulgarian: красноречив; Catalan: eloqüent; Chinese Mandarin: 有口才, 口若懸河, 口若悬河, 能言善辯, 能言善辩; Czech: výřečný, výmluvný; Danish: veltalende; Dutch: welsprekend, eloquent, welbespraakt; Esperanto: elokventa; Finnish: kaunopuheinen; French: éloquent; German: redegewandt, eloquent, wortgewandt; Greek: εύγλωττος, ευφραδής; Ancient Greek: εὔγλωσσος, ἐλλόγιμος; Hungarian: ékesszóló; Icelandic: mæskur; Ido: eloquenta; Italian: eloquente; Japanese: 雄弁な, 爽やかな, 三寸な, 口八丁な; Latin: argutus, eloquens, facundus; Macedonian: речит, красноречив; Manx: jeih-ocklagh; Maori: wahapū; Polish: elokwentny; Portuguese: eloquente; Romanian: elocvent; Russian: красноречивый; Scottish Gaelic: deas-bhriathrach; Slovak: výrečný; Spanish: elocuente; Swedish: vältalig, elokvent; Welsh: huawdl

praiseworthy

Bulgarian: похвален; Catalan: lloable, encomiable; Czech: chvályhodný; Dutch: prijzenswaardig, lofwaardig, achtenswaardig; Esperanto: laŭdinda, laŭdebla; French: louable; German: lobenswert, rühmenswert, preiswürdig; Greek: αινετός; Ancient Greek: ἐπαινετός; Hungarian: dicséretre méltó; Italian: lodevole, encomiabile; Latin: laudabilis; Norwegian Nynorsk: prisverdig, rosverdig, rosande; Portuguese: louvável; Russian: достойный похвалы; Sanskrit: ईड्य; Serbo-Croatian: достојан; Spanish: encomiable, alabable, digno de alabanza, loable; Swedish: tacknämlig, lovvärd, berömvärd; Tocharian B: pällarṣke; Turkish: takdire değer, takdire şayan; Ukrainian: похвальний