κοχλίον
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 dim. de κόχλος;
2 machine à épuisement pour vider la sentine d'un navire.
Étymologie: κόχλος.
German (Pape)
τό, dim. von κόχλος, kleine Schnecke, und alles schneckenförmig Gewundene, wie κοχλίας, Sp.
[Ι ist in κοχλίων des Verses wegen lang gebraucht, Batrach. 165, wofür vielleicht κοχλιέων von κοχλίας zu lesen.]
Russian (Dvoretsky)
κοχλίον: (ῑ) τό Batr. v. l. = κοχλίας.
Greek (Liddell-Scott)
κοχλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόχλος, μικρὸς κοχλίας, Βατραχομ. 165 ἔνθα γεν. πληθ. κοχλῑ΄ων χάριν τοῦ μέτρου· ἀλλ’ ἴσως ἀναγνωστέον: κοχλιέων, ἐκ τοῦ κοχλίας.
Greek Monolingual
κοχλίον, τὸ (Α)
μικρό σαλιγκάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ίον].
Greek Monotonic
κοχλίον: τό, υποκορ. του κόχλος, μικρό σαλιγκάρι, σε Βατραχομ.