νηυσιπέρητος

Revision as of 12:37, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ον, v. ναυσιπέρατος.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ναυσιπέρατος.

German (Pape)

ion. = ναυσιπέρατος, Her. 1.193, sonst auch getrennt geschr., wie 1.189.

Russian (Dvoretsky)

νηυσιπέρητος: ион. = ναυσιπέρατος.

Greek (Liddell-Scott)

νηυσιπέρητος: -ον, ἴδε ναυσιπέρατος.

Greek Monolingual

νηυσιπέρητος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. ναυσιπέρατος.

Greek Monotonic

νηυσιπέρητος: -ον, βλ. ναυσιπέρατος.

Middle Liddell

νηυσιπέρητος, ον, [v. ναυσιπέρατος.]