ἑξάπους

Revision as of 12:55, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A six-footed, Arist.PA683b2. II = ἑξάπεδος, Luc.Sat.17; κολοσσός Plu.Luc.37; λίθος Milet. 7.57 (Didyma). 2 of metre, of six feet, D.H.Comp.4. Cf. ἕξπους.

Spanish (DGE)

v. ἕκπους.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ἑξάποδος
long, large ou haut de six pieds.
Étymologie: ἕξ, πούς.

German (Pape)

οδος, sechsfüßig, Plut. Lucull. 36 und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

ἑξάπους: 2, gen. οδος
1 шестиногий (αἱ ἀκρίδες Arst.);
2 Luc., Plut. = ἑξάπεδος;
3 стих. шестистопный.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξάπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ἓξ πόδας ἔχων, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 16. ΙΙ. = ἑξάπεδος, Λουκ. Κρον. 17, Πλουτ. Λούκουλ. 37. 2) ἐν τῇ στιχουργίᾳ, στίχος ἔχων ἓξ πόδας, τοῦτο τὸ μέτρον ἡρωϊκόν ἐστιν, ἑξάπουν, τέλειον, κατὰ πόδα δάκτυλον βαινόμενον Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. Ὀνομ. τ. 5. σ. 21, 7, ἔκδ. Reïske., πρβλ. ἕξπους.

Greek Monotonic

ἑξάπους: ὁ, ἡ, -πουντό = ἑξάπεδος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

adj = ἑξάπεδος, Plut.]