ῥύαξ

Revision as of 14:32, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")

English (LSJ)

[ῠ], ᾱκος, ὁ, (ῥέω) A rushing stream, mountain torrent, Th.4.96, Dsc.3.51, prob. in OGI335.111 (Pergam., ii B.C.). 2 esp. stream of lava from a volcano, ὁ ῥ. τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης Th.3.116, cf. Pl. Phd.111e, 113b, Arist.Mir.833a17, Thphr.Lap.22; ὁ καλούμενος ῥ. D.S.14.59. 3 metaph., ῥ. ἀργύρου γενέσθαι Id.5.35. 4 of dolphins, etc., ἔχει οἷον ῥ. δύο ἐξ ὧν τὸ γάλα ῥεῖ two flow-holes, Arist. HA504b24.

German (Pape)

[Seite 850] ακος, ὁ, jeder hervorbrechende Quell, Strom; bes. der Feuerstrom, der sich aus feuerspeienden Bergen ergießt, Lavastrom, Heind. Plat. Phaed. 111 e 113 b; τοῦ πυρός, Thuc. 3, 116. 4, 96 u. Sp.; auch übertr., Arist. H. A. 2, 13.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
1 torrent formé par les pluies;
2 courant de lave ou de matières enflammées.
Étymologie: ῥέω.

Russian (Dvoretsky)

ῥύαξ: ᾱκος ὁ
1 поток Thuc.;
2 огненный поток, лава Plat.;
3 (у китов), молочный проток Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύαξ: -ᾱκος, ὁ, (ῥέω) ῥεῦμα ὁρμητικόν, ῥύαξ τῶν ὀρέων ἢ χείμαρρος ἐκ τῶν βροχῶν ἐξογκούμενος, Θουκ. 4. 96. 2) μάλιστα δὲ ῥεῦμα λάβας ἐκρέον ἐξ ἡφαιστείου, ὁ ῥ. τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης Θουκ. 3. 116, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 111Ε, 113Β, Ἀριστ. π. Θαυμ. 38, Θεοφρ. π. Λιθ. 22· ὁ καλούμενος ῥ. Διόδ. 14. 59· ῥ. τοῦ πυρὸς παρὰ Θουκ. 3. 116. 3) μεταφορ., ῥ ἀργύρου γενέσθαι Διόδ. 5. 35. 4) ἐπὶ τῶν μαστῶν τοῦ δελφῖνος, ὁ δελφίς ζῳοτοκεῖ, διὸ ἔχει μαστοὺς δύο... ἔχει δ’ οὐχ ὥσπερ τὰ τετράποδα ἐπιφανεῖς θηλάς, ἀλλ’ οἷον ῥύακας δύο, ἐξ ὧν τὸ γάλα ῥεῖ, δύο ὀπὰς πρὸς ἐκροήν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 2. 13, 3.

Greek Monotonic

ῥύαξ: [ῠ],-ᾱκος, ὁ (ῥέω), ορμητικό ρεύμα, χείμαρρος, σε Θουκ.· ὁ ῥύαξ τοῦ πυρός, λέγεται για ρεύμα, ποτάμι λάβας, ὁ ῥύαξ τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης, στον ίδ.

Frisk Etymological English

ῥυάχετος See also: s. ῥέω.

Middle Liddell

ῥύαξ, ᾱκος, [ῥέω]
a rushing stream, a torrent, Thuc.; ὁ ῥ. τοῦ πυρός, of a stream of lava, Thuc.

Frisk Etymology German

ῥύαξ: ῥυάχετος
{rhúaks}
See also: s. ῥέω.
Page 2,663

English (Woodhouse)

stream of lava