συνανίστημι

Revision as of 17:30, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), acc\." to "$1 $2, acc.")

English (LSJ)

A make to stand up or rise together, μεθ' ἑαυτοῦ τινα X.Smp.9.5; assist in restoring, τὰ μακρὰ τείχη Id.HG4.8.9. II Pass. with aor. 2 Act., rise at the same time, Id.An. 7.3.35; τινι with one, Id.Cyr.5.1.5.

German (Pape)

[Seite 1001] (s. ἵστημι), mit oder zugleich aufstellen, aufstehen lassen; ἀνιστάμενος συνανέστησε μετ' ἑαυτοῦ Ἀριάδνην, Xen. conv. 9, 5; συναναστήσει τὰ τείχη τοῖς Ἀθηναίοις, d. i. er wird ihnen aufbauen helfen, Hell. 4, 8, 9; auch = zugleich aus den Wohnsitzen vertreiben, wegführen. – Med. u. intr. tempp. mit, zugleich aufstehen u. weggehen, Xen. An. 7, 3, 35, Luc. philops. 18.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 faire lever en même temps, acc.;
2 aider à relever (des murailles);
II. intr. (à l'ao.2, aux pf. et pqp., et au Moy.) se lever, se relever ou se soulever avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀνίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ανίστημι act. met acc. helpen weer op te richten. Xen. Hell. 4.8.9. med.-pass. intrans. tegelijk (met...) opstaan, met dat. of met μετά + gen. met iets of iem.

Russian (Dvoretsky)

συνανίστημι:
1 одновременно заставлять встать, поднимать: ἀνιστάμενος συνανέστησε μεθ᾽ ἑαυτοῦ τὴν Ἀριάδνην Xen. встав, (Дионис) поднял с собой и Ариадну;
2 med. (с aor. 2, pf. и ppf. act.) подниматься, вставать: σ. τινί Xen. вставать вместе с кем-л.;
3 вместе восстанавливать, помогать восстановить (τὰ τείχη τινί Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

συνανίστημι: ἀνίστημι, ἐγείρω ὁμοῦ, ὁ Διονύσιος ἀνιστάμενος συνανέστησε μεθ’ ἑαυτοῦ τὴν Ἀριάδνην Ξεν. Συμπ. 9, 5· βοηθῶ εἰς ἀνέγερσιν, συνανεγείρω, λέγοντες ὅτι συναναστήσοι τὰ μακρὰ τείχη ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 8. 9. ΙΙ. παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἐγείρομαι συγχρόνως, συνεγείρομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 3, 34· τινι μετά τινος ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 5. 1, 4.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. σηκώνω συγχρόνως («ἀνιστάμενος συνανέστησε μεθ' ἑαυτοῦ τὴν Ἀριάδνην», Ξεν.)
2. βοηθώ στην ανέγερση («λέγοντες ὅτι συναναστήσοι τὰ μακρὰ τείχη», Ξεν.)
αρχ.
μέσ. συνανίσταμαι
αναχωρώ μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνίστημι «εγείρω, σηκώνω»].

Greek Monotonic

συνανίστημι: μέλ. -στήσω,
I. κάνω κάτι να σταθεί όρθιο από κοινού ή υψώνω, ανορθώνω, ανεγείρω, σηκώνω μαζί, σε Ξεν.· βοηθώ στην αποκατάσταση, στον ίδ.
II. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, σηκώνομαι συγχρόνως, συνεγείρομαι, στον ίδ.· τινι, με κάποιον, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. -στήσω
I. to make to stand up or rise together, Xen.: to assist in restoring, Xen.
II. Pass. with aor2 act., to rise at the same time, Xen.; τινι with one, Xen.