σπάνις

Revision as of 14:26, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, gen. σπάνεως, dat. σπάνει, Ion. σπάνι:—
A scarcity, dearth, lack, τόλμης E.Or.942; ἀνδρῶν D.25.31; ὕδατος Arist.GA746b10, cf. LXX Ju.8.9; θηρίων Str.2.5.26; νεκύων AP9.53 (Nicod. or Bass.); φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκα ἔχειν = it is not difficult to have a bad wife, E.IA1163; οὐ σπάνις = οὐ σπάνιον, there is no lack, it is not difficult, there is no difficulty; οὗ σπάνις ἀνδρὶ τυχεῖν = which 'tis rare for a man to get, IG2.2753, cf. 3577: abs., dearth, τροφὰς ἐν τῇ μεγάλῃ σπάνει παρέσχε ib.3.687.
II unsatisfied need, want, c. gen., ἐν σπάνι βύβλων = due to the lack of papyrus Hdt.5.58; σ. σχεῖν τοῦ βίου poverty, S.OT1461; βίου E.Hec.12; ἢν δέ του σπάνιν τιν' ἴσχῃς S.OC506, cf. Pl.Lg.678d; σπάνις τῶν ἀναγκαίων Antipho 4.1.2; τῇ τῶν χρημάτων σπάνει Th.1.142; ἀργυρίου Lys.19.11; ἡ γὰρ σπάνις πρόχειρος εἰς τὸ δρᾶν κακά = want, poverty, Philem.157.
2 craving, defined as ἐπιθυμία ἀτελής, Stoic.3.97; ἐν σπάνει χρημάτων D.19.153, cf. Phld.Lib.p.45 O.

German (Pape)

[Seite 916] ἡ, von Sachen, Seltenheit, das in geringer Anzahl Vorhandensein, Mangel; ὥςτε μὴ σπάνιν ποτὲ σχεῖν τοῦ βίου, Soph. O. R. 1461; O. C. 507; βίου, Eur. Hec. 12; ἀγαθῶν, Rhes. 245; βύβλων, Her. 5, 58; Thuc. 7, 60; ἀργυρίου σπάνις ἐστὶν ἐν πόλει, Lys. 19, 11; νομῆς, Plat, Legg. III, 679 a; ἐν σπάνει χρημάτων καταστήσειν, Dem. 19, 153; Pol. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
dat. ion. ι;
1 rareté, insuffisance ; manque : τῶν χρημάτων, ἀργυρίου insuffisance ou manque de ressources, d'argent;
2 difficulté.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπάνις -εως, ἡ, Ion. dat. sing. σπάνι, schaarste, gebrek; met gen. aan iets:; τόλμης σ. gebrek aan durf Eur. Or. 942; ἐν σπάνι βύβλων bij gebrek aan papyrusrollen Hdt. 5.58.3; οὐ σπάνει βίου niet door gebrek aan levensonderhoud Xen. An. 6.4.8; met inf.. φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκα ἔχειν = er is geen gebrek aan mogelijkheden om een minderwaardige vrouw te hebben Eur. IA 1163.

Russian (Dvoretsky)

σπάνις: εως (ᾰ) ἡ (ион. dat. σπάνι) редкость, недостаток, нехватка, скудость (ἀργυρίου Lys.; νομῆς Plat.; ἀνδρῶν Dem.): ἐν σπάν(ε)ι τινός Her., Dem. или τῇ τινος σπάνει Thuc. за недостатком или отсутствием чего-л.; σ. (τοῦ) βίου Soph., Eur. недостаток средств к жизни, нужда.

Greek Monolingual

-εως, η, ΝΑ
σπανιότητα
νεοελλ.
(λόγιος τ.)
1. (οικον.) η ανεπάρκεια της ποσότητας τών προσφερόμενων αγαθών σε σχέση με τη ζητούμενη ποσότητα τους
2. φρ. α) «σπάνις εισροών» — έλλειψη συντελεστών παραγωγής
β) «σπάνις εκροών»
(οικον.) έλλειψη προϊόντων προς κατανάλωση
αρχ.
1. πείνα («τροφὰς ἐν τῇ μεγάλη σπάνει παρέσχε», επιγρ.)
2. (κατά τους Στωικ.) «ἐπιθυμία ἀτελής»
3. φρ. «οὐ σπάνις... ἔχειν» — δεν υπάρχει έλλειψη ή δυσκολία να...
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί < σπάω / σπῶ + επίθημα -νι, ενώ κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (σ)παν- του πένομαι.

Greek Monotonic

σπάνις: ἡ, γεν. -εως, δοτ. -ει, Ιων. · ανεπάρκεια, σπανιότητα, ένδεια, έλλειψη, στέρηση ενός πράγματος, σε Ευρ., Δημ.· οὐ σπάνις (ἐστι) = οὐ σπάνιον, δεν υπάρχει έλλειψη, δυσκολία, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σπάνις: ἡ, γεν. εως, δοτ. ει, Ἰων. ι· (ἴδε ἐν λ. πένομαι)· ἐπὶ πραγμάτων, σπανιότης, ὀλιγότης, ἔλλειψις, τόλμης Εὐρ. Ὀρ. 942· ἀνδρῶν Δημ. 779. 16· θηρίων Στράβ. 127· νεκύων Ἀνθ. Π. 9. 53· - οὐ σπάνις ... ἔχειν = οὐ σπάνιον, δὲν ὑπάρχει ἔλλειψιςδυσκολία νά …, Εὐρ. Ι. Α. 1163· σπ. ἐστὶ τυχεῖν τινος, εἶναι σπάνιον πρᾶγμα νὰ ἐπιτύχῃ τις, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 52, 53· - ἀπολ., ἔλλειψις, λιμός, τροφὰς ἐν τῇ μεγάλῃ σπάνει παρέσχε Συλλ. Ἐπιγρ. 378· ἡ ... σπ. πρόχειρος εἰς τὸ δρᾶν κακά, ἡ ἔλλειψις, ἡ πτωχεία, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 69. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, τὸ μὴ ἔχειν, στερεῖσθαί τινος, μετὰ γενικ., ἐν σπάνι βύβλων Ἡρόδ. 5. 58· σπ. τοῦ βίου, ἡ πτωχεία, Σοφ. Ο. Τ. 1461· βίου Εὐρ. Ἑκ. 12· ἢν δέ του σπάνιν τιν΄ ἴσχῃς Σοφ. Ο. Κ. 506, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 678D· σπ. τῶν ἀναγκαίων Ἀντιφῶν 125. 24· τῇ τῶν χρημάτων σπάνει Θουκ. 1. 142· ἀργυρίου Λυσ. 152 ἐν τέλ.· ἐν σπάνει χρημάτων Δημ. 389. 6.

Frisk Etymological English

-εως
Grammatical information: f.
Meaning: rarity, scarcity (IA.).
Other forms: Ion. dat. .
Derivatives: 1. σπάνιος rare, scarce (IA.); in compp. for it σπανο-, e.g. σπανο-σιτ-ία f. lack of grain, provision (X., Arist., inscr. a. o.; σπανι- σπάνις Delos IIIa); σπανο-πώγων, -ωνος having a scarce growth of beard (Ion Hist., pap.), shortened from this σπανός id., also eunuch (Ptol. a. o., Byz.; Fraenkel Μνήμ. χάριν 1, 100, E. Maass RhM 74, 432); σπανι-άκις infrequent (Luc. a. o.), -ότης f. = σπάνις (Isoc., Ph.), also σπανία id. (E. Rh. 245 [lyr.]; from σπάνιος or enlarged from σπάνις; Scheller Oxytonierung 38). 2. Verb σπανίζω, -ομαι, also w. ὑπο-, to lack in smth., to lack, to be sparse, to be missing (Pi., IA.) with σπαν-ιστός meagre, sparse (S. a.o.), -ιστικός id. (Vett. Val.); σπανίζω also factitive to exhaust, to spend, to dispense (LXX, pap., Ph. Byz.); backformed from the verb σπανόν τίμιον, πολλοῦ ἄξιόν ἐστιν H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Etymology doubted. Rather with νι-suffix to σπάω (Persson Beitr. 1, 397 n. 1 as supposition with Curtius 272) than with zero grade to πένομαι (s. Curtius a. O.; anl. σπ- gives problems). Diff. Solmsen Wortforsch. 157 (to Lat. pēnūria). -- Furnée 378, however, may be right in connecting ἠπανᾳ -νεῖ ἀπορεῖ, σπανίζει, ἀμηχανεῖ H, assuming a prothetic σ- and a prothetic α- lengthened to ἠ-. If so, the word is Pre-Greek.

Middle Liddell

σπάνις, ιος, ἡ,
scarcity, rareness, dearth, lack of a thing, Eur., Dem.:— οὐ σπάνις [ἐστι] = οὐ σπάνιον, there is no lack, no difficulty, Eur.

Frisk Etymology German

σπάνις: -εως
{spánis}
Forms: ion. Dat. -ι
Grammar: f.
Meaning: Seltenheit, Mangel (ion. att.).
Derivative: Davon 1. σπάνιος selten, spärlich (ion. att.); in Kompp. dafür σπανο-, z.B. σπανοσιτία f. Mangel an Getreide, Proviant (X., Arist., Inschr. u. a.; σπανι- ~ Delos IIIa); σπιανοπώγων, -ωνος mit spärlichem Bartwuchs (Ion Hist., Pap.), daraus gekürzt σπανός ib., auch Eunuch (Ptol. u. a., byz.; Fraenkel Μνήμ. χάριν 1, 100, E. Maass RhM 74, 432); σπανιάκις selten (Luk. u. a.), -ότης f. = σπάνις (Isok., Ph.), auch σπανία ib. (E. Rh. 245 [lyr.]; von σπάνιος oder Erweiterung von σπάνις; Scheller Oxytonierung 38). 2. Verb σπανίζω, -ομαι, auch m. ὑπο-, Mangel haben, ermangeln, selten sein, fehlen (Pi., ion. att.) mit σπανιστός kärglich, karg (S. u.a.), -ιστικός ib. (Vett. Val.); σπανίζω auch faktitiv ausschöpfen, ausgeben, spenden (LXX, Pap., Ph. Byz.); vom Verb rückgebildet σπανόν· τίμιον, πολλοῦ ἄξιόν ἐστιν H.
Etymology: Etymologie strittig. Eher mit νι-Suffix zu σπάω (Persson Beitr. 1, 397 A. 1 als Vermutung mit Curtius 272) als mit Schwundstufe zu πένομαι (s. Curtius a. O.; anl. σπ- macht Schwierigkeiten). Noch anders Solmsen Wortforsch. 157 (zu lat. pēnūria).
Page 2,756-757

English (Woodhouse)

dearth, deficiency, insufficiency, lack, scantiness, want

Mantoulidis Etymological

-εως ἡ (=ἔλλειψη, στέρηση, φτώχεια). Ἔχει σχέση μέ τό πένομαι, πεῖνα, γιατί προῆρθε ἀπό μετάπτωση τῆς πεν → παν → (σ)παν → σπάνις.
Παράγωγα: σπανίζω (=εἶμαι λιγοστός), σπάνιος, σπανιότης, σπανισμός, σπανιστός, σπανός.

Translations

Asturian: escasez; Bulgarian: липса, оскъдица; Catalan: escassetat, escassedat, escassesa; Czech: nedostatek; Dutch: schaarste; Esperanto: malabundo; Finnish: vähyys; French: manque, rareté; Galician: escaseza; German: Mangel, Knappheit; Greek: σπάνις, έλλειψη, στενότητα; Ancient Greek: σπάνις; Italian: scarsità; Latin: paucitas; Macedonian: оскудност; Polish: niedostatek; Portuguese: escassez; Russian: нехватка, скудость, недостаток; Scottish Gaelic: cion, gainne, gainnead; Spanish: escasez; Swahili: uchache, uhaba; Tagalog: kauyakan; Telugu: కొరత; Ukrainian: нестача