ἐκφροντίζω

Revision as of 19:07, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")

English (LSJ)

think out, discover, E.IT1323, Ar.Nu.695, Th.3.45, etc.

Spanish (DGE)

1 discurrir, planear τὴν ἐπιβουλὴν ἐκφροντίζων elaborando el plan Th.3.45, ἐκφρόντισον διωγμὸν ὅστις τοὺς ξένους θηράσεται discurre el medio de capturar a los extranjeros E.IT 1323, ἐκφρόντισόν τι τῶν σεαυτοῦ πραγμάτων discurre algo sacado de tus propios asuntos Ar.Nu.695, cf. 697, τὰ πλεῖστα Plu.2.409c, cf. 270c
abs. reflexionar Themist.Ep.8.
2 quedar libre de preocupaciones ζητεῖ κοιμηθῆναι ὁ γέρων ὡς ἤδη ἐκφροντίσας Eust.1368.63, cf. 802.23.
3 en perf. pas. corresponder οἷς ... διανέμειν ... τὰ ἐπιτήδεια ἐκπεφρόντισται a quienes corresponde distribuir los suministros Agath.5.14.2.

German (Pape)

[Seite 786] aussinnen, ersinnen; Eur. I. T. 1323; Ar. Nubb. 697; τὴν ἐπιβολήν Thuc. 3, 45; Plut.

French (Bailly abrégé)

songer à, méditer, imaginer.
Étymologie: ἐκ, φροντίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκφροντίζω: выдумывать, придумывать (Eur., Plut.; τι Thuc., Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφροντίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, σκέπτομαι, ἐπινοῶ, ἐξευρίσκω, Λατ. excogitare, Εὐρ. Ι. Τ. 1323, Ἀριστοφ. Νεφ. 695, Θουκ. 3. 45. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐκφροντίζων˙ βουλευόμενος».

Greek Monolingual

ἐκφροντίζω (AM)
σκέπτομαι, επινοώ, εξευρίσκω («σαφῶς δ' ἀθρήσας καὶ κλύων ἐκφρόντισον», «ἐπιβουλὴν ἐκφροντίζων»).

Greek Monotonic

ἐκφροντίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ, συλλογίζομαι, σκέπτομαι, βρίσκω, ανακαλύπτω, επινοώ, Λατ. excogitare, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.

Middle Liddell

fut. Attic ῐῶ
to think out, discover, Lat. excogitare, Eur., Ar., etc.