ῥέθος

Revision as of 22:55, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")

English (LSJ)

εος, τό, A limb, usually in plural ῥέθεα, limbs, ψυχὴ δ' ἐκ ῥεθέων πταμένη Il.16.856; ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἕληται 22.68, cf. Theoc.23.39. II in sg., face, countenance, S.Ant.529 (anap.), E.HF1204 (anap.), Theoc. 29.16: Aeol. in this sense acc. to Eust.1090.27; it occurs in broken context, Sapph.Supp.11.3. 2 body, Lyc.173.

German (Pape)

[Seite 837] τό, bei Hom. dreimal, im genit. plur. ῥεθέων: Iliad. 16, 856 und 22, 362 ψυχὴ δ' ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄιδόσδε βεβήκει, aus den Gliedern, aus dem Leibe; 22, 68 ἐπεί κέ τις ὀξέι χαλκῷ τύψας ἠὲ βαλὼν ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἕληται; Scholl. Aristonic. 16, 856 ἡ διπλῆ, ὅτι πάντα τὰ μέλη ῥέθη Ὅμηρος προσαγορεύει, οἱ δὲ Αἰολεῖς μόνον τὸ πρόσωπον, id. zu 22, 68 καὶ ὅτι ῥέθη πάντα τὰ μέλη, οἱ δὲ Αἰολεῖς τὸ πρόσωπον. Dies verwendete nämlich Aristarch für seinen Beweis, Homer sei kein Aeoler gewesen, s. die Recension von Lauers Gesch. der homer. Poesie in Jahns Jahrbb. 1853 Bd 67 Hft 3 S. 259. – Soph. Ant. 529 ῥέθος das Antlitz; Eur. Herc. F. 1204 ῥέθος das Antlitz; Theocr. 29, 16 ῥέθος das Antlitz; id. 23, 39 ἀμφίθες ἐκ ῥεθέων σῶν εἵματα καὶ κρύψον με, von deinem Leibe; Mosch. 4, 3 ἐπὶ ῥεθέεσσι, im Antlitz; Apoll. Rh. 2, 68 ἀνασχόμενοι ῥεθέων προπάροιθε βαρείας χεῖρας, die Antlitze; Lycophr. 173 ῥέθει, Leib. – Ableitung unbekannt.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 τὰ ῥέθη membre;
2 p. ext. visage, air, aspect.
Étymologie: DELG pas d'étym. en vue.

Russian (Dvoretsky)

ῥέθος: εος τό
1 член, pl. тело (ψυχὴ δ᾽ ἐκ ῥεθέων πταμένη Hom.);
2 лицо (ῥ. αἱματόεν Soph.): ῥ. ἀελίῳ δεικνύναι Eur. показать солнцу, т. е. открыть (свой) лицо.

Greek (Liddell-Scott)

ῥέθος: -εος, τό, μέλος τοῦ σώματος, ἐν τῷ πληθ., τὰ μέλη τοῦ σώματος, ψυχὴ δ’ ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἰλ. Π. 856, Χ. 362· ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἑλέσθαι Χ. 68· πρβλ. Θεόκρ. 23· 39. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, τὸ πρόσωπον, Σοφ. Ἀντ. 529, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1204. 2) τὸ σῶμα, Λυκόφρ. 73.

English (Autenrieth)

εος: pl., limbs. (Il.)

Greek Monolingual

-εος, τὸ, Α
1. το πρόσωποῥέθος ἀελίω δεῖξον», Ευρ.)
2. το σώμα
3. πληθ. τὰ ῥέθη
τα μέλη του σώματος («ψυχὴ δ' ἐκ ῥεθέων πταμένη», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ῥέθος απαντά αρχικά στην αιολ. λυρική ποίηση με τη σημ. «πρόσωπο» και με αυτήν τη σημ. χρησιμοποιήθηκε και στην τραγική ποίηση, αλλά και στο ομηρικό κείμενο στους στ. Π 856 και Χ 362. Η χρήση, όμως, του τ. ῥεθος στον στ. Χ 68 ἐπεὶ κέ τις ὀξέι χαλκῷ τύψας ἠέ βαλὼν ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἕληται οδήγησε ορισμένους μελετητές στην υπόθεση ότι ο τ. ῥέθεα έχει τη σημ. «μέλη του σώματος». Ωστόσο, το χωρίο αυτό είναι γραμμένο από κάποιον πολύ μεταγενέστερο ραψωδό, ο οποίος, μη γνωρίζοντας τη σημ. της αιολ. αυτής λ., τήν θεώρησε ως συνώνυμη της λ. μέλος. Η σύγχυση αυτή προκλήθηκε λόγω τών ομοιοτήτων που παρουσίαζαν οι στίχοι: ὦκα δὲ θυμὸς ᾤχετ' ἀπὸ μελέων (Ν 671) και ψυχή δ' ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδόσδε βεβήκει (Π 85β), όπου η λ. θυμός αντιστοιχεί με τη λ. ψυχή, οπότε και ο τ. ῥεθέων θεωρήθηκε ισοδύναμος προς το μελέων. Τέλος, οι συνδέσεις της λ. ῥέθος με το αρχ. ινδ. vardhati «μεγαλώνω, αυξάνομαι» ή με τους τ. ῥίς και ῥέω δεν θεωρούνται πιθανές].

Greek Monotonic

ῥέθος: -εος, τό,
I. μέλος του σώματος· στον πληθ., μέλη σώματος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. στον ενικ., πρόσωπο, όψη, παρουσιαστικό, έκφραση προσώπου, σε Σοφ., Ευρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: face, countenance (S. Ant. 529, E. HF 1205 [both anap.], Theoc. 29, 16, Lyc. 1137), body (Lyc. 173), meaning unχερταιν (Sapph. 22, 3); pl. faces (A. R. 2, 68), limb (Theoc. 23, 39); older meaning unclear (ἐκ ῥεθέων Π 856 = Χ 362, Χ 68); cf. ῥεθέων σπλάγχνων, μελῶν, σωμάτων H.; sch. on Χ 68 proposes face, mouth, also nostrils, the last of which is preferred by Leumann Hom. Wörter 218ff. (where older lit.) because of the plur. Cf. Snell, Entdeckung des Geistes 24-6, who demonstratess the transition from the literal meaning (a bodypart) to body.
Compounds: As 1. member in Aeol. ῥεθο-μαλίδας, after sch. on Χ 68 = εὑπροσώπους; litt. "with face-apples". As the meaning face, countenance, by gramm. given as Aeolic, is certain, we have to start from this in explaining the word. Both an older ep. meaning mouth and figure, body seems possible; cf. e.g. Lat. ōs mouth, face, faciēs figure, face; the plur. could be after μέλεα, στήθεα, στέρνα, νῶτα a.o. On the meaning in Hom. cf. Vivante Arch. glottol. it. 40, 41 f. -- An orig. mening nostril(s) fits excellently, and the transition to face or body is unproblematic.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No convincing etymology. If we can trust the byform ῥόθος in EM 701, 34, the word must be IE and the θ must belong to the root [but this is doubtful]. Against connection with Skt. várdhati grow (to which a.o. Slav., e.g. Russ. rod lineage, birh, Czech. ú-roda figure, beauty) as *figure (= 'Wuchs'), Frisk IF 49, 101 ff., tells, as Leumann l.c. rightly remarks, the lack of the Ϝ- (β-) in Aeol. ῥέθος. Diff. Fraenkel Glotta 32, 31 ff. (agreeing Treu Von Homer zur Lyrik 190 n. 4): to ῥίς, ῥέω; neither morpholog. nor semant. convincing. -- An orig. mening nostril(s) fits excellently, and the transition to face or body is unproblematic.

Middle Liddell

ῥέθος, ος, εος, τό,
I. a limb, in plural the limbs, body, Il.
II. in sg. the face, countenance, Soph., Eur.

Frisk Etymology German

ῥέθος: {rhéthos}
Grammar: n.
Meaning: Gesicht, Antlitz (S. Ant. 529, E. HF 1205 [beide anap.], Theok. 29, 16, Lyk. 1137), Körper (Lyk. 173), Bed. unbek. (Sapph. 22, 3); pl. Gesichter (A. R. 2, 68), Glieder (Theok. 23, 39); ältere Bed. unklar (ἐκ ῥεθέων Π 856 = Χ 362, Χ 68); vgl. ῥεθέων· σπλάγχνων, μελῶν, σωμάτων H.; Sch. zu Χ 68 schlägt noch vor Gesicht, Mund, auch Nasenlöcher, welch letzteres von Leumann Hom. Wörter 218ff. (wo ältere Lit.) wegen des Plur. bevorzugt wird.
Composita : Als Vorderglied in äol. ῥεθομαλίδας, nach Sch. zu Χ 68 = εὐπροσώπους; wörtlich "mit Gesichtsäpfeln". Da die von Gramm. als äolisch gegebene Bed. Gesicht, Antlitz feststeht, ist bei der Erklärung davon auszugehen. Sowohl eine ältere ep. Bed. Mund wie Gestalt, Körper scheint dabei möglich; vgl. z.B. lat. ōs Mund, Gesicht, faciēs Gestalt, Gesicht; der Plur. nach μέλεα, στήθεα, στέρνα, νῶτα u. a. Zur Bed. bei Hom. noch Vivante Arch. glottol. it. 40, 41 f.
Etymology : Ohne überzeugende Etymologie. Wenn man der Nebenform ῥόθος bei EM 701, 34 trauen darf, muß das Wort idg. und θ wurzelhaft sein. Gegen Anknüpfung an aind. várdhati wachsen (wozu u.a. slav., z.B. russ. rod Geschlecht, Geburt, čech. ú-roda Wuchs, Schönheit) als *’Wuchs' (Frisk IF 49, 101 ff.) spricht, wie Leumann a. O. richtig bemerkt, das Fehlen des ϝ- (β-) in äol. ῥέθος. Anders Fraenkel Glotta 32, 31 ff. (zustimmend Treu Von Homer zur Lyrik 190 A. 4): zu ῥίς, ῥέω; weder rnorphologisch noch semantisch befriedigend.
Page 2,648