φαίνω

Revision as of 11:04, 12 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")

English (LSJ)

Od.7.102, etc., Ep. also φαείνω (q.v.):—fut. φᾰνῶ, A.Fr. 304.5, Ar.Ach.827, etc. (φᾱνῶ acc. to A.D.Adv.187.26, but φᾱνῶ, Ar. Eq.300, and ἀναφᾱνῶ, E.Ba.528, are dub.); Ion. φανέω (ἀποφανέω) Hp.Steril. 213, opt. A φᾰνοίην S.Aj.313 (cod. rec., rightly): aor. 1 ἔφηνα Il.2.318, Hdt.1.95, etc.; Dor. ἔφᾱνα Pi.I.4(3).2, IG42(1).123.28 (Epid., iv B.C.), also later Att., subj., ἀπο-φάνῃ dub. l. in IG22.1631.379 ( = 2.811c133); φάνῃς Philem.233 (ἐκ-φάνῃς Men.Mon.418 = Chares Iamb.4b20); so in late Prose, (ἐξ-) Ael.VH12.33, (ἐπι-) Ev.Luc.1.79, (ἀνα-) Act.Ap. 21.3; Ep. iter. φάνεσκε (intr.) Il.11.64, al., Hes.Fr.14.3: pf. πέφαγκα Ps.-Callisth.2.10, (ἀπο-) Din.1.15, al.: intr. pf. πέφηνα (v. infr.A 111.2), Dor.3pl. ἐκ-πεφάναντι Sophr.83; plpf. ἐπεφήνειν D.C.46.10:—Med., fut. inf. φᾰνεῖσθαι Od.12.230, Ion. φᾰνέομαι Hdt.3.35; opt. φανοῖσθε Lys.26.10 (nisi leg. φανεῖσθε); the forms φανῆσθον and Dor. imper. φάνευ are corrupt in Pl.Erx.399e, Teles p.58 H. (leg. φαίνευ): aor. 1 ἐφηνάμην (trans.) S.Ph.944, (ἀπ-) Hdt.7.52, etc.:—Pass., Ion. impf. φαινέσκετο Od.13.194: fut. φᾰνήσομαι Hdt.8.108, Sicilian Dor. (inf.) φᾰνήσειν (fort. -ησεῖν) Archim.A ren.4.20; Ep. fut. πεφήσεται Il.17.155: aor. 1 ἐφάνθην A.Pers.263 (lyr.), S.OT525, etc.:rare in Prose, X.HG6.4.11, D.58.13, (ἀπο-) IG12.10.35, D.19.44; Ep. 3sg. φαάνθη Il.17.650, 3pl. φάανθεν 1.200: aor. 2 ἐφάνην [ᾰ], Ep. φάνην Il.1.477, etc.; Ep. 3pl. φάνεν Od.18.68; Ep. subj. φανήῃ Il.19.375; Ep. inf. φανήμεναι 9.240: pf. πέφασμαι S.OC1543, 3sg. πέφανται Il.2.122, 16.207, Pi.P.5.115, A.Ag.374(lyr.); πέφᾰται in B.9.52, Perict. ap. Stob. 4.28.19 belongs either to φαίνω in sense A. 1.5, or to φημί; inf. πεφάνθαι Pl.Euthd.294a, etc.; part. πεφασμένος Il.14.127, Thgn.227, A.Pr. 843, S.OC1122, Pl.Phdr.245e, etc.; 3pl. plpf. ἐπέφαντο Hes.Sc. 166. A Act., bring to light, cause to appear, in physical sense, τέρας τινὶ φ. make a sign appear to one, Il.2.324, cf. Od.3.173, etc.; σήματα φαίνων Il.2.353; γένυσι φ. ὀπώραν Pi.N.5.6; δύο μορφὰς φ. A.Fr.304.5; τὸν αὐχένα Hdt.2.132; ἔφην' ἄφαντον φῶς, i.e. fire, S.Ph.297; λαμπάδας Ar.Ra.1524 (anap.); φ. θησαυρόν E.El.565; φ. μηρούς, ἐπιγουνίδα, show by baring, i.e. uncover... Od.18.67,74; φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεια Pi.N.5.17; reflect an image in water, τὰ δέ νιν καλὰ κύματα φαίνει Theoc.6.11:—Med., τὰ τόξα . . τοῖσιν Ἀργείοισι φήνασθαι θέλει exhibit them as his own, S.Ph.944. b make known, reveal, disclose, ἐς τὸ φῶς φανεῖ κακά Id.OT1229; κακῶν ἔκλυσιν E.IT898 (lyr., prob.); τὸν μιαρὸν τῷ χρόνῳ ἀποδόντες φῆναι Antipho 4.4.11; ὁδόν τινι Od.12.334; τὰ ὀνείρατα καὶ τὸν πόρον X.An.4.3.13, cf. Cyr.6.4.13, S.OT725; τοῖς πολεμίοις σύνθημα Din.3.10, etc.; φανεῖ . . κωκύματα wailings will show forth [the truth of what I say], S.Ant.1078: with a predic. added, ἡμᾶς σὺ δειλοὺς φανεῖς wilt make us appear... Id.Aj. 1362; τὸν Ααΐου φόνον φανεῖ δικαίως ὀρθόν Id.OT853. c γόνον Ἑλένῃ φ. show her a child, i. e. grant her to bear one, Od.4.12; φ. παράκοιτίν τινι show (i.e. give) one a wife, 15.26. 2 of sound, make it clear to the ear, make it ring clear, ἀοιδὴν φαίνειν 8.499; σάλπιγξ . . ὑπέρτονον γήρυμα φαινέτω στρατῷ A.Eu.569. 3 show forth, display in action, ἀρετήν Od.8.237; ἀεικείας 20.309; βίην Hes.Th.689; εὐμαχανίαν Pi.I.4(3).2; εὔνοιαν Hdt.3.36; ὕβριν ib.127; ὀργάς A.Ch. 326 (lyr.). b set forth, expound, νοήματα Il.18.295; λόγον Hdt.1.116; τριφασίας λόγων ὁδούς Id.1.95; but τὰ λαμπρὰ . . φ. ἔπη make them good, S.OC721. 4 inform against one, denounce, φανῶ σε (σε φανῶ codd.) τοῖς πρυτάνεσι Ar.Eq.300 (lyr.), cf. Ach.824, S.Ant.325: denounce a thing as contraband, Ar.Ach.542, 819, al.; φαίνειν πλοῖον D.58.9; τὰ φανθέντα articles denounced as contraband, ib. 13: abs., give information, ὁ φήνας ἢ ὁ γραψάμενος IG12.45.3, cf. 4.24, Isoc.18.20, X.Cyr.1.2.14, Phld.Rh.2.207 S., etc. 5 φαίνειν φρουράν, call up a levy, at Sparta, X.HG3.2.23, al.; also φ. θυσίαν proclaim, order a sacrifice, Philod.Scarph.112:—Pass., πέφαται θνατοῖσι νίκας ὕστερον εὐφροσύνα has been ordained, B.9.52. II abs., give light, shine, φαίνοντες νύκτας . . δαιτυμόνεσσι Od.7.102, cf. 19.25; of the sun, moon, etc., φ. τινί Ar.Nu.586 (troch.); εἰς ἅπαντα φ. τὸν οὐρανόν Pl.Ti.39b; ἀλλά, σελάνα, φαῖνε καλόν Theoc.2.11; οἱ λύχνοι φ. ἧττον Thphr.Ign.11; cf. φάω: so ἦρι μὲν φαίνοντι in spring when it shines forth, A.Fr.304.4 codd. (leg. φανέντι); of the Dioscuri shining in mid-air, E.El.1234 (anap.): metaph., ἀγανὴ φαίνουσ' ἐλπίς soft shining hope, A.Ag.101 (anap., dub.). b Φαίνων, οντος, ὁ, the planet Saturn, Arist.Mu.392a23, Cic.ND2.20.52, etc.; Φ. ὁ τοῦ Ἡλίου Eudox.Ars5.19; acc. -ωνα Placit.2.15.4. III Ep. iter. φάνεσκε appeared, μετὰ πρώτοισι φάνεσκε Il.11.64; ὑπένερθε δὲ γαῖα φάνεσκε Od. 12.242, cf. 11.587, Hes.Fr.14.3. 2 pf. 2 πέφηνα is also used intr., S.OC328, etc.; less freq. in Prose, Hdt.9.120, D.3.22, Plb.9.13.8. B Pass., come to light, appear, φάνεν δέ οἱ εὐρέες ὦμοι, being stripped bare, Od.18.68, cf. Il.22.324, Od.19.39: freq. of fire, shine brightly, πυρὰ φαίνετο Ἰλιόθι πρό Il.8.561; ἕκαθεν δέ τε φαίνεται αὐγή 2.456; δεινὼ δέ οἱ ὄσσε φάανθεν shone like fire, Il.1.200: freq. of the rising of heavenly bodies, ἄστρα φαεινὴν ἀμφὶ σελήνην φαίνετ' ἀριπρεπέα 8.556, cf. Hes.Op.598; of the first gleam of daybreak, ἦμος δ' ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς Il.1.477, Od.2.1, al.; ἅμ' ἠοῖ φαινομένηφι at break of day, Il.9.618, cf. Od.4.407, al.; ἀκτὶς ἀελίου, τὸκάλλιστον . . φανὲν . . τῶν προτέρων φάος, ἐφάνθης ποτ' S.Ant.100(lyr.): of a rising wind, οὐδέ ποτ' οὖροι πνείοντες φαίνονθ' ἁλιαέες Od.4.361; of a vapour, ἐκ νεφέων ἐρεβεννὴ φ. ἀήρ Il.5.864. 2 of persons, οἴῳ φαινομένη appearing to him alone, Il.1.198, cf. Od.15.517, etc.; ἐφάνη λὶς εἰς ὁδόν Il.15.275; οὗπερ κἀφάνης where thou didst first appear, S.OC77; χρόνιος φανείς Id.Ph.1446 (anap.); ὁδόν φανῆναι a pregnant expression for ἐλθεῖν ὁδὸν ὥστε φανῆναι, Id.El.1274 (lyr.); κέλευθον φανείς Aj.878 (lyr.); πόθεν φαίνῃ; whence come you? Pl.Prt.309a, X.Mem.2.8.1; οὐδαμοῦ φ. is nowhere to be seen, Id.An.1.10.16. b come into being, φανεὶς δύστηνος born to misery, S.OC974, cf. 1225 (lyr.); become, ἐκ βασιλέως ἰδιώτην φανῆναι X.An.7.7.28; δυοῖν ἐφάνη τριήραρχος D.18.104; to be made out, δοῦλος λόγοισιν . . φανείς S.Aj.1020, cf. 1241. 3 of events, come about, τέλος οὔ πώ τι πέφανται Il.2.122; φάνη βιότοιο τελευτή 7.104; ἔργον, ἄεθλον, etc., 16.207, Od.21.106, etc.; τὸ φανθέν S.Tr.743; of sayings, to be set forth, λόγος ἀρχαῖος φανείς ib.1, cf. OT474 (lyr.), 848. II appear to be so and so, c. inf., δμῳάων ἥ τίς τοι ἀρίστη φαίνεται εἶναι Od.15.25, cf. 11.336; οὐ γάρ σφιν ἐφαίνετο κέρδιον εἶναι 14.355; τοῦτό μοι θειότατον φαίνεται γενέσθαι Hdt.7.137; εὖ σὺ λέγειν φαίνει Ar.Nu.403 (anap.), cf. A.Pr.319, etc.: freq. with inf. omitted, οὗ καὶ πρόσθεν ἀρίστη φαίνετο βουλή Il.9.94, cf. 2.5; ὅς τις φαίνηται ἄριστος Od.14.106; σμερδαλέος αὐτῇσι φάνη 6.137; ἕρμαιον ἂν ἐφάνη Pl.R.368d, etc.: but in Hdt., etc., also c. part., to be manifest: thus, ἐμοὶ σὺ πλουτέειν μέγα φαίνεαι you appear to me to be very rich, Hdt.1.32; but εὔνοος ἐφαίνετο ἐών he was manifestly well-inclined, Id.7.173, cf. 175, Th.1.2; οὐκ ἄκαιρα φαίνεται λέγειν he appears to be speaking... A.Pr.1036; but φανέονται λέγοντες οὐδέν it will be manifest that they talk nonsense, Hdt.3.35; φαίνομαι δύο καθορᾶν εἴδη Pl.Sph.235d; but οὐκ ἂν φανεῖμεν πήματ' ἔρξαντες A.Pers.786; πλαγκτὸς οὖσ' ἐφαινόμην Id.Ag.593, cf. Hdt.9.89, E.Andr.343; ἐφάνησαν πεπονθότες Pl.Ap.22c: with part. omitted, πέφανται ἁρματηλάτας σοφός (sc. ὤν) Pi.P.5.115, cf. N.6.14; κρατηθεὶς ἡμερώτερος φανεῖ A.Ag.1632; Κᾶρες ἐφάνησαν (sc. ὄντες) they were seen to be Carians, Th.1.8; τί φαίνομαι (sc. ὤν) δῆτ'; what do I look like? E.Ba.925; ὡς ἀγαθοὶ . . ἐφάνησαν Pl.R.408a: hence φαίνεσθαι, opp. εἶναι, εἶναι μὲν ὅσπερ εἰμί, φαίνεσθαι δὲ μή E.Fr.698 (ap.Ar.Ach.441); στρατηγὸς ἀγαθὸς μὴ ὢν φαίνεσθαι X.Mem.1.7.3; ὀλίγοι καὶ ὄντες καὶ φαινόμενοι Id.HG6.5.28. 2 in Philosophy, φαίνομαι (abs.) is sometimes used of what appears to the senses, φαίνεται δ' οὐδὲν is observed, Arist. Ph.204b35, cf. Cael.312b30; φ. κατὰ τὴν αἴσθησιν Id.GA716a31: sometimes of what is mentally manifest, Id.EN1175a29; to be evident, Id.APr.24b24: esp. appear to the imagination (cf. φαντασία 2), Pl.Sph. 264b; φ. καὶ μύουσιν ὁράματα Arist.de An.428a16; φ. δέ τι . . οἷον τὰ ἐν τοῖς ὕπνοις ib.a7: distinguished from αἰσθάνεσθαι and δοξάζειν, ib.b1: especially in part. φαινόμενος, -η, -ον: a appearing in sense experience, τὰ φ. κατὰ τὴν αἴσθησιν Id.Cael.303a22, al.; εἴτε τὰ δοκοῦντα πάντα ἐστὶν ἀληθῆ καὶ τὰ φ. Id.Metaph.1009a8, cf. de An.404a29 (sg.); τὰ φ. sense-data, Id.PA639b8, Epicur.Ep.1pp.9,10 U., al.: Astron., τὰ φ. = celestial phenomena, title of a work by Eudoxus, versified by Aratus, Hipparch. 1.1.8, cf. Arist. Cael.293b27; πρός τινας δόξας αὑτῶν τὰ φ. προσέλκοντες ib.293a26: generally, τὸ μὴ ἐκ φαινομένων τὸ βλεπόμενον γεγονέναι Ep.Heb.11.3. b mentally apparent, opp. ὄντα τῇ ἀληθείᾳ, Pl.R.596e, cf. Arist.Top.100b24, EN1113a24; τὰ οὖν ἐμοὶ φαινόμενα οὕτω φαίνεται Pl.R.517b; [νοῦς] τῶν φ. θειότατον Arist. Metaph.1074b16; τὸ φ. εἰπεῖν to express one's opinion, Plu.2.158c: hence, specious, fallacious, φ. ἐνθυμήματα, opp. ὄντα, Arist.Rh.1402a28. c τὰ φ. what is to be seen, show, Lib.Or.30.28. 3 freq. in answers in Plato's dialogue, φαίνεται, yes, Prt.332e, R.333c, al.; ὥς γέ μοι φ. Prt.324d, cf. R.383a, al.: [τοῦτο] φῂς εἶναι; Answ. φαίνομαι (sc. λέγειν) X.Mem.4.2.20. b later impers. c. dat. pers. et inf., it seems good, ἐάν σοι φαίνηται Wilcken Chr.304.11 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.44.7,16 (iii B.C.), etc.; ὁπότε αὐτῷ φανείη στρατιὰν ἐξάγειν D.H.2.14, cf. 4.85. 4 joined with δοκέω, εἰ δὴ κακός τε φ. δοκῶ τέ σοι E.Hipp.1071; δοκοῖμεν ἂν . . χείρους φαίνεσθαι Th.1.122, cf. Pl.Phdr.269d, Erx.399c, X.Mem.2.1.22. 5 οὐδαμοῦ φαίνεσθαι 'to be nowhere', metaph. from racing, Pl.Phd. 72c, cf. Grg.456b, D.18.310. III τὰ φανθέντα, v. supr. A. 1.4.

German (Pape)

[Seite 1250] fut. φανῶ, aor. ἔφηνα, perf. πέφαγκα, perf. II. intr. πέφηνα, Soph. O. C. 329; ep. auch aor. II. φάνεσκε, der intr. Bdtg hat und deshalb zum pass. ἐφάνην gerechnet wird, denn ἔφανον scheint nicht gebildet zu sein, vgl. Pors. Eur. 1266 Mein. Men. p. 416; pass. πέφασμαι, πέφανται Il. 2, 122. 16, 207, πεφήσεται 17, 155, int. πεφάνθαι, Plat.; aor. ἐφάνθην, ep. φαάνθη, φάανθεν = ἐφάνθησαν, Il. 1, 200. 17, 650; aor. II. ἐφάνην, mit der intrans. Bdtg, φάνεν, = ἐφάνησαν, Od. 18, 68, φανήμεναι, = φανῆναι, Il. 9, 240 (vgl. φαείνω, φάω); – ans Lichtbringen, sichtbar machen, erscheinen lassen; εἰς τὸ φῶς φανεῖ κακὰ (ἡ στέγη) Soph. O. R. 1229; σελήνη ἡμέραν φαίνουσα Plat. Epin. 978 d; – zeigen, kund machen, ἡμῖν μὲν τόδ' ἔφηνε τέρας Ζεύς, Il. 2, 324. 318; σήματα φαίνων 353, vgl. Od. 3, 173. 15, 168, und öfter, Zeichen erscheinen lassen; εἴ τίς μοι όδὸν φήνειε νέεσθαι 12, 334, ob mir Einer den Weg zeigte; οἵην ἐπιγουνίδα φαίνει, läßt er sehen, macht er durch Enthüllung sichtbar, enthüllt er, 18, 74; Ελένῃ δὲ θεοὶ γόνον οὐκέτ' ἔφαινον 4, 12, sie ließen ein Kind ans Licht kommen, geboren werden; εἰσόκε τοι φήνωσι θεοὶ κυδρὴν παράκοιτιν 15, 26, bis sie dir eine Gemahlinn zuweisen; φαίνων ὀπώραν Pind. N. 5, 6; φόνον Soph. O. R. 853; ού φανῶ τοὐμὸν γένος 1059; ἵνα φανεῖς, ὁποῖος ὢν ἀνὴρ ἐμὸς καλεῖ Trach. 1148; auch med., τὰ τόξα ἔχει καὶ τοῖσιν Ἀργείοισι φήνασθαι θέλει Phil. 932; θησαυρὸν ὃν φαίνει θεός Eur. El. 565; φανεῖ κακῶν ἔκλυσιν I. T. 899; u. in Prosa: αὐχένα Her. 2, 131; Plat. Theaet. 200 e; τοῖς φήνασι θεοῖς τὰ ὀνείρατα καὶ τὸν πόρον Xen. An. 4, 3,13; vgl. Arr. An. 2, 3; auch τὰ ὅπλα πρὸς τοὺς πολεμίους, Xen. Hell. 4, 5,18; s. auch φρουρά. – Auch den Ohren vernehmbar machen, ertönen lassen, ἀοιδὴν φαίνειν Od. 8, 499, wie σάλπιγξ ὑπέρτονον γήρυμα φαινέτω στρατῷ Aesch. Eum. 541; vgl. Soph. Ant. 1065. – Uebh. an den Tag legen, bezeigen, beweisen, νοήματα, Gedanken an den Tag legen, Il. 18, 295, ἀρετήν, seine Tüchtigkeit beweisen, Od. 8, 237; μή τις ἀεικείας φαινέτω 20, 309, Niemand bezeige sich ungebührlich; so auch βίην Hes. Th. 689; ἔφανας εὐμαχανίαν Pind. I. 3, 20; εὔνοιαν, Wohlwollen bezeigen, Her. 3, 36; ὕβριν 3, 127; ὀργάς Aesch. Ch. 323. – Dah. klar machen, auseinandersetzen, erklären, λόγον Her. 1, 116. 118; auch λόγων ὁδούς, 1, 75, φανῶ δέ σοι σημεῖα τῶνδε σύντομα Soph. O. R. 710. – Vor Gericht anzeigen, anklagen, zunächst als verbotene Waare angeben, τὰ χοιρίδια τοίνυν ἐγὼ φανῶ ταδὶ πολέμια καὶ σέ Ar. Ach. 819; τίςφαίνων σ' ἐστίν; 824 ff., φανῶ σε τοῖς πρυτάνεσιν Equ. 300; Xen. Cyr. 1, 2,14; Dem. 58, 6 u. sonst bei den Rednern. – Pass. an den Tag kommen, sichtbar werden, erscheinen, sich zeigen, sehen lassen; μνηστῆρσι φαίνεται Od. 15, 517; κίονες φαίνοντ' ὀφθαλμοῖς ὡςεὶ πυρὸς αἰθομένοιο 19, 39; φαίνεται αὐγή Il. 2, 456; bes. vom Erscheinen od. Aufgehen der Himmelslichter, ἄστρα φαίνετο 8, 556; Hes. O. 600; bes. vom ersten Erscheinen des Morgenroths in dem oft vorkommenden Verse ἦμος δ' ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος 'Ηώς, als Eos erschienen war; ἅμα ἠοῖ φαινομένηφιν, mit der erscheinenden Morgenröthe, mit Tagesanbruch, Il. 9, 618 Od. 4, 407. 6, 81 u. sonst; von einem sich erhebenden Winde, οὐδέ ποτ' οὖροι πνείοντες φαίνοντο 4, 361. Bei Sp. sind φαινόμενα die Erscheinungen am Himmel, die auf- und untergehenden Gestirne, welche sich am äußern Horizonte zeigen, Arat. – Durch Entblößung sichtbar werden, Il. 22, 324 Od. 18, 68; und so πᾶσ' ἔντοσθε φάνεσκε, ὑπένερθε δὲ γαῖα φάνεσκε 12, 241. 242, wie γαῖα μέλαινα φάνεσκε 11, 587, u. μετὰ πρώτοισι φάνεσκε, er zeigte sich unter den Ersten, Il. 11, 64; so Tragg. u. in Prosa. – C. inf., zu sein scheinen, πῶς ὔμμιν ἀνὴρ ὅδε φαίνεται εἶναι εἶδός τε μέγεθός τε; Od. 11, 336; δμωάων, ἥτις τοι ἀρίστη φαίνεται εἶναι 15, 25; οὐ γάρ σφιν ἐφαίνετο κέρδιον εἶναι 14, 355; – c. partic., erscheinen als Einer, welcher –, Ἄρης ἐφαίνετο ἰὼν εἰς οὐρανόν Il. 5, 867 (wie ὅστις φαίνηται ἄριστος, wer als der Beste erscheint, O, l. 14, 106, ἥδε δέ οἱ κατὰ θυμὸν ἀρίσ τη φαίνε το βουλή Il. 2, 5 u. öfter); u. so bei Her. u. den Att. zur Bezeichnung des Einleuchtenden, Offenbaren, Gewissen, φαίνεται ὁ νόμος ἡμᾶς βλάπ των, es ist offenbar, daß das Gesetz uns gefährdet, während φαίνεται ὁ νόμος ἡμᾶς βλάψειν heißt es hat den Anschein, scheint, daß das Gesetz uns gefährden werde, Dem. Lpt. 35, vgl. Wolf zu der Stelle p. 259; εὖ ποιεῦντες φαίνεσθε, zeigt euch als Wohlthäter, Her. 9, 89; νῦν τις ὑμέων εὖ ποιήσας φανήτω 6, 9; φανείη ἐών Pind. N. 4, 30; πέφανται σοφός P. 5, 107, πέφανται κυναγέτας N. 6, 13; πρὶν ἂν θεῶν τις διάδοχος τῶν σῶν πόνων φανῇ Aesch. Prom. 1030, u. öfter; οὐκ ἂν φανεῖμεν πήματ' ἔρξαντες τόσα Pers. 772; Ag. 579; dagegen ἡμῖν μὲν Ἑρμῆς οὐκ ἄκαιρα φαίνεται λέγειν Prom. 1038, vgl. 217. 317; ὅστις πέφασμαι φύς τ' ἀφ' ὧν οὐ χρῆν Soph. O. R. 1184; εἰ φανήσομαι τάχα κακὸν μέγ' ἐκπράξασα Trach. 663; Ant. 158; φαίνεται ὀρθῶς ἐμοί Ar. Eccl. 875; τὴν νύκτα φαίνεται πῦρ ἀναδιδοῦσα πολύ Thuc. 3, 88; καὶ νῦν φαίνομαι δύο καθορᾶν εἴδη Plat. Soph. 235 d; τὸν σοφιστὴν ὅ τί ποτέ ἐστι φαίνει ἀγνοῶν Prot. 313 c; Lach. 186 b u. öfter; ἐὰν μὲν ἐγὼ φαίνωμαι ἀδικῶν, wenn es sich ergiebt, daß ich Unrecht gethan habe, Xen. An. 5, 7,5; u. c. inf., 2, 3,13 Cyr. 2, 2,1. – Dah. es uns oft als bloße Umschreibung von εἶναι erscheint, φαίνομαι ψευδής, ich erscheine als ein Lügner, = ψεύδομαι, Xen. Cyr. 5, 2,4 und sonst. – Λόγος φαινόμενος, eine deutliche Rede; τὸ φαινόμενον, das Einleuchtende, Offenbare, Augenscheinliche, aber auch das was uns scheint oder dünkt, im Gegensatz dessen, was ist, οὕτω καὶ νῦν τοῖς ἐκ τοῦ λόγου φαινομένοις προσθέσθαι Dem. 18, 227; ἁπλοῦς λόγος καὶ φαινόμενος Pol. 17, 1,12, vgl. 17, 14, 5; λέγειν τὸ φαινόμενον 5, 41, 6, u. öfter. – So im Antworten φαίνεται = ja, so ist es, Plat. Prot. 333 e u. öfter. – Οὐδαμοῦ φανῆναι, nirgends erscheinen, d. i. für Nichts geachtet werden, Gorg. 456 c Phaed. 72 b. – Der aor. med. φήνασθαι = sich, oder als das Seinige zeigen, angeben, Soph. Phil. 944. – Eigtl. pass. gezeigt, angezeigt werden, bes. vor Gericht, wozu bei den Att. immer der aor. I. ἐφάνθην gehört, der bei Hom. stets in der Bdtg des aor. II. gebraucht wird, wie Dem. 58, 13. – Absolut, φαίνειν τινί, Jem. leuchten, ihm Licht vortragen, Od. 7, 102. 19, 25; – so vom Monde, von den Sternen u. anderm Lichte, scheinen, leuchten, Plat. Tim. 34 b, Theocr. 2, 11; bes. heißt der Planet Saturn ὁ φαίνων. – Uebh. = φαίνομαι, Seidl. Eur. El. 1321, φαίνουσί τινες δαίμονες, obgleich Wunderl. obs. crit p. 99 diesen Gebrauch bestreitet. – [Im fut. φανῶ scheint die erste Sylbe zuweilen lang gebraucht zu sein, Ar. Eccl. 300; vgl. Apoll. Dysc. de adv. p. 600, 28 u. L. Dind. Eur. Bacch. 528.]

French (Bailly abrégé)

f. φανῶ, ao. ἔφηνα, pf. πέφαγκα, pf.2 intr. πέφηνα;
Pass. f. φανήσομαι, ao. ἐφάνθην, ao.2 ἐφάνην, pf. πέφασμαι, ασαι, ανται ou αται, etc.
A. tr. I. faire briller : φῶς SOPH une lumière ; δμῳὰς αἵ κεν ἔφαινον OD des servantes qui auraient éclairé litt. fait briller de la lumière;
II. faire paraître, faire voir, rendre visible : σήματα IL des signes de la volonté céleste ; τέρας τινί IL, OD faire voir un présage à qqn ; ἐς τὸ φῶς τι SOPH produire qch à la lumière du jour ; τινι παράκοιτιν OD faire voir, càd donner une épouse à qqn, ou la lui montrer dans l'avenir ; Pass. ἐφάνη μέγα σῆμα IL un grand signe de la volonté céleste se manifesta ; p. anal., en parl. du son φ. ἀοιδήν OD faire entendre un chant ; γήρυμα στρατῷ ESCHL faire entendre un ordre à l'armée en parl. de la trompette ; Pass. φανεῖσα φάμα SOPH bruit qui s'est répandu ; p. ext., en parl. de ch. abstraites φ. νοήματα IL mettre au jour des sentiments, des pensées ; ἀρετήν OD montrer son habileté, ce qu'on est capable de faire ; ὀργάς ESCHL manifester sa colère ; εὔνοιαν HDT montrer de la bienveillance;
III. faire connaître, indiquer : ὁδόν τινι OD à qqn son chemin ; particul. faire connaître par la parole :
1 révéler, acc.;
2 annoncer, présager, acc.;
3 dénoncer, acc.;
4 expliquer : λόγον HDT un discours, une parole;
IV. t. milit. à Lacédémone φαίνειν φρουράν XÉN litt. faire paraître une garnison, càd la faire avancer, la faire sortir, envoyer une expédition;
B. intr.
1 briller en parl. du soleil, des corps célestes;
2 porter une lumière, en parl. de statues qui portent des torches ; porter une lumière pour ou devant : τινι devant qqn;
3 se montrer, paraître : γαῖα μέλαινα φάνεσκε OD la terre noire paraissait en parl. du fond de l'eau;
Moy. φαίνομαι (f. φανοῦμαι, ao. ἐφηνάμην);
1 briller, luire : δεινὼ δέ οἱ ὄσσε φάανθεν IL ses yeux brillèrent d'un éclat terrible ; ὅτ' ἂν ἐκ πόντοιο σέλας ναύτῃσι φανήῃ πυρός IL lorsque du sein de la mer brille aux yeux des matelots l'éclat d'un feu;
2 paraître au jour, se montrer : οἴῳ φαινομένη IL visible pour lui seul ; ἐφάνη λῖς εἰς ὁδόν IL un lion se montra sur la route ; πόθεν φαίνει ; XÉN d'où te montres-tu, càd d'où viens-tu ? en parl. du soleil, des astres ἦμος φάνη ῥοδοδάκτυλος ἠώς IL, OD lorsque parut l'aurore aux doigts de rose ; ἅμ' ἠοῖ φαινομένῃφιν IL, OD au lever de l'aurore, à l'aube ; τὰ φαινόμενα les constellations célestes, ou en gén. les phénomènes célestes ; particul. paraître en se découvrant, devenir visible : φάνεν δέ οἱ εὐρέες ὦμοι OD ses larges épaules apparurent ; avec un déterm. se montrer comme, apparaître comme : φάνητε ἄριστοι XÉN montrez-vous les plus capables ; εὖ ποιεῦντες φαίνεσθε HDT montrez-vous serviables;
3 être ostensible, manifeste, évident : ἐστὶν ἀληθῆ καὶ φαίνεται DÉM cela est vrai et manifeste ; ἀδύνατος ἂν φαινοίμην XÉN je serais évidemment hors d'état de faire la chose ; ἐὰν φαίνωμαι ἀδικεῖν XÉN s'il est reconnu que je fais tort;
4 paraître (p. opp. à « être ») : εἰ βούλοιτο στρατηγὸς ἀγαθὸς μὴ ὢν φαίνεσθαι XÉN si qqn voulait n'étant pas bon général, le paraître ; abs. paraître qch : οὐδαμοῦ φανῆναι DÉM ne paraître nulle part qch, càd être regardé comme rien ; paraître, sembler : οὗ ἀρίστη φαίνετο βουλή IL dont l'avis lui paraissait le meilleur ; τὸ φαινόμενον εἰπεῖν PLUT dire ce que l'on pense ; intercalé dans une réponse φαίνεταί μοι PLAT cela semble ainsi, oui en effet ; τὰ φαινόμενα la manière de voir ; φαίνεταί μοι avec l'inf. il me semble bon de ; joint à δοκεῖν : εἰ δὴ κακός τε φαίνομαι δοκῶ τέ σοι EUR si les apparences m'accusent et si tu le crois;
5 à l'ao. Moy. φήνασθαι : montrer comme sien, comme chose que l'on possède : τινί τι qch à qqn;
NT: apporter à la lumière ; remplir de clarté.
Étymologie: R. Φα > Φαν, briller.

Russian (Dvoretsky)

φαίνω: эп. тж. φᾰείνω (fut. φᾰνῶ и φᾱνῶ, aor. 1 ἔφηνα дор. ἔφανα, pf. πέφηνα; pass.: fut. φανήσομαι aor. 1 ἐφάνθην - эп. ἐφαάνθην, aor. 2 ἐφάνην с ᾰ, pf. πέφασμαι) тж. med.
1 светить(ся) (ἐν τῇ σκοτίᾳ NT; φ. τινί Hom., Arph.): δεινώ οἱ ὄσσε φάανθεν Hom. страшно сверкнули ее очи; ἐφαίνετο πῦρ Xen. блеснул огонь;
2 (об огне, свете) добывать: ἔιρηνα φῶς Soph. (ударами камня о камень) я высек огонь;
3 являть, показывать, обнаруживать (τί τινι Hom.): φῆναι τέρας Hom. дать знамения; ἐφάνη σῆμα Hom. появилось знамение; ἐς τὸ φῶς φ. τι Soph. извлекать что-л. на свет, выявлять, обнаруживать; νοήματα φ. Hom. открывать (свои) мысли; ἀρετὴν φαινέμεν Hom. показывать (свою) доблесть; εὔνοιαν φαίνων Her. доброжелательно; φ. ὀργάς Aesch. давать волю гневу; φανεῖσα φάμα Παρνασοῦ Soph. раздавшийся с Парнаса глас; σάλπιγξ γήρυμα φαινέτω στρατῷ Aesch. пусть труба возвестит войску; φ. ἐπιβουλήν Xen. раскрывать заговор; ἔφαινε τὸν ἐόντα λόγον Her. он рассказал как было дело; φῆναι κακῶν ἔκλυσιν Eur. положить конец невзгодам; τὰ φαινόμενα Polyb. небесные явления (ср. 9); τὰ ἐκ τοῦ λόγου φαινόμενα Dem. то, что вытекает из (данной) речи; οἴῳ φαινομένη Hom. одному лишь (Ахиллу) видимая; φάνεν οἱ βραχίονες Hom. у него обнажились руки; φάνητε τῶν στρατηγῶν ἀξιοστρατηγότεροι Xen. покажите, что вы достойнее самих полководцев; πόθεν φαίνῃ; Xen. откуда ты?; οὖροι φαίνοντο Hom. поднимались ветры; φ. ἀοιδήν Hom. или ᾠδάν Theocr. запеть песню;
4 показывать, указывать: φ. τινὶ ὁδὸν νέεσθαι Hom. указывать кому-л. обратный путь;
5 доносить, разоблачать (τινὶ τοὺς δρῶντάς τι Soph.; τινὰ τοῖς πρυτάνεσι Arph.): τὰ φανθέντα Dem. имущество, указанное как подлежащее аресту;
6 (о войсках у лакедемонян) посылать: φρουρὰ πεφασμένη ἐπί τινα Xen. войска, двинутые против кого-л.;
7 показывать в отражении, отражать (τὰ κύματα φαίνει τινά Theocr.);
8 чаще med. обнаруживаться с очевидностью, быть очевидным, (п)оказываться: τῶν ἡλίκων διαφέρων ἐφαίνετο Xen. он явно отличился среди сверстников; ἁπλοῦς τις λόγος καὶ φαινόμενος Polyb. простая и ясная речь; ἐὰν ἐγὼ φαίνωμαι ἀδικεῖν Xen. если оказалось бы, что я виноват;
9 med. казаться, представляться: μὴ ὢν φαίνεσθαί τι Xen. казаться чем-л., не будучи им (на деле); πῶς ὔμμιν φαίνεται εἶναι; Hom. каким он вам кажется?; τὸ φαινόμενον λέγειν Polyb. или εἰπεῖν Plut. говорить то, что кажется, высказывать личное мнение; ὥς γ᾽ ἐμοὶ φαίνεται Plat. как мне кажется; (в ответах) φαίνεται Plat. кажется, по-видимому; τὸ δι᾽ ὄψεως φαινόμενον Plat. зрительные образы; τὰ ἐμοὶ φαινόμενα Plat. мои личные представления; οὐδαμοῦ ἂν φανῆναι Plat. не производить никакого впечатления.

Greek (Liddell-Scott)

φαίνω: Ἐπικ. φαείνω, ὃ ἴδε· ― μέλλ. φᾰνῶ, Ἰων. φᾰνέω (ἀπο-) Ἱππ. 675. 11, κλπ.· Ἀττ. ὡσαύτως φᾱνῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 300, ἀναφᾱνῶ Εὐρ. Βάκχ. 528 (ἔνθα νεώτεροι ἐκδόται ἀναγινώσκουσι φαίνω, ἀναφαίνω, ἀλλ’ ἴδε Ἀπολλών. ἐν Α. Β. 2. 600, καὶ πρβλ. κραίνω)· εὐκτ. φανοίην Σοφ. Αἴ. 313· μεταγεν. μέλλ. φᾰνήσω Ἀρχιμήδ. Ψαμμίτ. σ. 331· ― ἀόρ. α΄ ἔφηνα Ὅμηρ., Ἡρόδ. 1. 95, Ἀντ. Δωρ. ἔφᾱνα Πινδ. Ι. 4 (3). 4, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 33, Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. α΄, 79 ― ὁ ἀόρ. β΄ ἔφᾰνον εἶναι λίαν ἀμφίβ., πλὴν ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ, φάνεσκε (κατωτ. ΙΙΙ, 1, ἴδε Veilch Irreg. Verbs)· ― πρκμ. πέφαγκα (ἀπο-) Δείναρχ. 92. 4., 97. 9 καὶ 37, κλπ.· ― ἀμετάβ. πρκμ. πέφηνα (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2), Δωρ. γ΄ πληθ. ἐκπεφάναντι Σώφρων 75 Ahr.· ὑπερσ. ἐπεφήνειν Δίων Κάσσ. 46. 10 ― Μέσ. μέλλ. φᾰνοῦμαι Ὀδ. Μ. 230, Ἀττ. (ἴδε κατωτ. περὶ τοῦ φανήσομαι), Ἰων. φᾰνέομαι, Ἡρόδ. 3. 35· εὐκτ. φανοΐσθε Λυσί. 176. 12· ― ἀόρ. α΄ ἐφηνάμην (μεταβ.) Σοφ. Φιλ. 944· (ἀπ-) Ἡρόδ., κλπ. ― Παθ., Ἰων. παρατ. φαινέσκετο Ὀδ. Ν. 194· ― μέλλ. φᾰνήσομαι (οὐδέποτε φανθήσομαι), Ἡρόδ. 8. 108, καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς· παρὰ πεζογρ. ὡσαύτως συχνότερον τοῦ φανοῦμαι· ὑπάρχει καὶ Ἐπ. μέλλ. πεφήσεται ἐν Ἰλ. Ρ. 155· ― ἀόρ. α΄ ἐφάνθην Αἰσχύλ. Πέρσ. 264, Σοφοκ. Οἰδ. Τύρ. 525, κλπ.· ― σπάνιος παρὰ πεζογρ., ὡς Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 11, Δημ. 1325, 28· Ἐπικ. ἐφαάνθην Ὅμ., γ΄ πληθ. φάανθεν Ἰλ. Α. 200., Ρ. 650· ― ἀόρ. β΄ ἐφάνην [ᾰ]. Ὅμ., Ἀττ.· Ἐπικ. γ΄ πληθ. φάνεν Ὀδ. Σ. 68· Ἐπικ. ὑποτ. φανήῃ Ἰλ. Τ. 375· Ἐπικ. ἀπαρ. φανήμεναι Β. 240· ― πρκμ. πέφασμαι Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1543, γ΄ ἑνικ. πέφανται Ἰλ. Β. 122., Π. 207, Πινδ. Π. 5. 153, Αἰσχύλ. Ἀγ. 374 (πέφαται ἐν Περικτυόνῃ παρὰ Στοβ. 487. 51 εἶναι πιθανῶς πλημμ. γραφ.)· ἀπαρ. πεφάνθαι Πλάτ. Εὐθύδ. 294Α, κτλ.· μετοχ. πεφασμένος Θέογν. 227, Πλάτ., γ΄ πληθ. ὑπερσ. ἐπέφαντο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 166. (περὶ τῆς ῥίζης, ἴδε ἐν λ. φάω.) Α. φέρω εἰς φῶς, κάμνω τι νὰ φανῇ, δεικνύω, φανερώνω, ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, ἡμῖν μὲν τόδ’ ἔφηνε τέρας μέγα μητίετα Ζεύς, ἐφανέρωσεν εἰς ἡμᾶς τοῦτο τὸ σημεῖον, Ἰλ. Β. 324· ᾐτέομεν δὲ θεὸν φῆναι τέρας Ὀδ. Γ. 173, κλπ.· σήματα φαίνων Ἰλ. Β. 353· φ. ὀπώραν Πινδ. Ν. 5. 10· τὸν αὐχένα Ἡρόδ. 2. 132· ἔφην’ ἄφαντον φῶς, δηλ. πῦρ, Σοφ. Φιλ. 297· φ. θησαυρὸν Εὐρ. Ἠλ. 565· δεικνύω ἀποκαλύπτων, δεικνύω τι γυμνόν, φαῖνε μηρούς... Ὀδ. Σ. 67· οἵην ἐκ ῥακέων ὁ γέρων ἐπιγουνίδα φαίνει αὐτόθι 74· φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεια Πινδ. Ν. 5. 32· ― ὡσαύτως ἀντανακλῶ, ἢ ὥσπερ ἐν κατόπτρῳ δεικνύω, τὰ δέ νιν καλὰ κύματα φαίνει ἅσυχα παφλάζοντα ἐπ’ αἰγιαλοῖο θέοισαν, «τὰ δὲ καλὰ κύματα ἡσύχως ἀναβραττόμενα δεικνύει τὴν Γαλάτειαν ἐπὶ τοῦ Αἰγιαλοῦ τρέχουσαν» (Σχόλ.), Θεόκρ. 6. 11, ἀλλ’ οἱ νεώτεροι ἑρμηνευταὶ ἀναγινώσκουσι καὶ ἑρμηνεύουσιν ἄλλως τὸ χωρίον τοῦτο· πόντος... εἰκόνα φ. Παῦλ. Σιλ. 26. ― Μέσ., τὰ τόξα… τοῖσιν Ἀργείοις φήνασθαι θέλει, θέλει νὰ δείξῃ αὐτὰ εἰς τοὺς Ἀργείους καὶ νὰ κάμῃ ἐπίδειξιν, Σοφ. Φιλ. 944, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb. β) φανερώνω, ἀποκαλύπτω, δεικνύω, ἐς τὸ φῶς φανεῖν κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 1229· φ. φόνον αὐτόθι 853· κακῶν ἔκλυσιν Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 899· τὸν μιαρὸν τῷ χρόνῳ ἀποδόντες φῆναι Ἀντιφῶν 129. 13· εἴ τίς μοι ὁδὸν φήνειε, «δείξειεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Μ. 334· εὔχεσθαι τοῖς φήνασι θεοῖς τά τε ὀνείρατα καὶ τὸν πόρον Ξεν. Ἀν. 4. 3, 13, πρβλ. Κύρ. 6. 4, 13, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 725· τοῖς πολεμίοις σύνθημα Δείναρχ. 109. 31, κλπ.· φανεῖ κωκύματα, οἱ θρῆνοι θὰ φανερώσωσι [τὴν ἀλήθειαν], Σοφ. Ἀντ. 1078· ― μετὰ κατηγορουμένου, ἡμᾶς σὺ δειλοὺς φανεῖς ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1362. γ) Ἑλένῃ δὲ θεοὶ γόνον οὐκέτ’ ἔφαινον, δὲν ἔδιδον εἰς αὐτὴν τέκνον, Ὀδ. Δ. 12· οὕτω, εἰς ὅ κέ τοι φήνωσι θεοὶ κυδρὴν παράκοιτιν, ἕως οὗ σοὶ δώσωσιν οἱ θεοὶ καλὴν σύνευνον, Ο. 26. δ) οὔπω γένυσι φαίνων… ὀπώραν, ἐπὶ νεανίου, Πινδ. Ν. 5. 10· δύο μορφὰς φ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305. 4. 2) ἐπὶ ἤχου, κάμνω τι φανερὸν εἰς τὸ οὖς, κάμνω τι νὰ ἠχήσῃ καθαρῶς, εὐκρινῶς, ἀοιδὴν φαίνειν Ὀδ. Θ. 496· σάλπιγξ ὑπέρτονον γήρυμα φαινέτω στρατῷ Αἰσχύλ. Εὐμ. 569. 3) ἐπὶ διανοημάτων, ἐπιδεικνύω, ἐκθέτω, λέγω, μηκέτι ταῦτα νοήματα φαῖν’ ἐνὶ δήμῳ Ἰλ. Σ. 295· ἀρετὴν Ὀδ. Θ. 237· ἀεικείας Υ. 309· βίην Ἡσ. Θεογ. 689· εὐμαχανίαν Πινδ. Ι. 4. (3. 20) εὔνοιαν Ἡρόδ. 3. 36· ὕβριν αὐτόθι 127· ὀργὰς Αἰσχύλ. Χο. 326. β) ποιῶ τι φανερόν, σαφές, σαφηνίζω, ἑρμηνεύω, λόγον Ἡρόδ. 1. 116, 117· τριφασίας λόγων ὁδοὺς ὁ αὐτ. 1. 95· ἀλλά, νῦν σὸν τὰ λαμπρὰ ταῦτα δὴ φαίνειν ἔπη, νὰ ἐπιδείξῃς τὰς ἀρετὰς δι’ ἃς ἐπαινεῖσαι, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 721. 4) παρ’ Ἀττ., καταγγέλω τινά, προδίδω, φανῶ σε τοῖς πρυτάνεσι Ἀριστοφ. Ἀχ. 300, 824 κἑξ., πρβλ. Σοφ. Ἀντιγ. 32?· ― καταγγέλλω τι ὡς παράνομον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 542, 819, κ. ἀλλ.· φαίνειν πλοῖον Δημ. 1324. 20· τὰ φανθέντα, πράγματα περὶ ὧν ἐγένετο καταγγελία ὡς παρὰ τὸν νόμον ἢ λαθρεμπορικῶς εἰσαχθέντων, ὁ αὐτ. 1323. 28., 1325 ἐν τέλ.· ― ἀπολ., δίδω πληροφορίας, Ἰσοκρ. 275Β, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 2, 14, κλπ.· πρβλ. φάσις. 5) φαίνειν φρουράν, ἴδε ἐν λ. φρουρὰ ΙΙ. 2. ΙΙ. ἀπολ., παρέχω φῶς, φωτίζω, φέγγω, (πρβλ. φάω, φαέθω, φαείνω, ὑποφαίνω ΙΙΙ), φαίνοντες νύκτας... διαιτυμόνεσσι Ὀδ. Η. 102, πρβλ. Τ. 25 ― οὕτως ἐπὶ τοῦ ἡλίου, τῆς σελήνης κλπ., φ. τινὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 586· φ. εἰς τὸν οὐρανὸν Πλάτ. Τίμ. 39Β, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 15. 11, 3· ἀλλά, σελάνα, φαῖνε καλὸν Θεόκρ. 2. 11· οἱ λύχνοι φ. ἧττον Θεοφρ. π. Πυρὸς 11· πρβλ. φάω· ― ἐντεῦθενπλανήτης Κρόνος λέγεται Φαίνων (ἴδε ἐν λ.)· ― οὕτως, ἦρι μὲν φαίνοντι, κατὰ τὸ ἔαρ, ὅταν λάμπῃ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305. 4· οὕτως ἐπὶ τῶν Διοσκούρων λαμπόντων ἐν τῷ ἀέρι, Εὐρ. Ἠλ. 1234 (ἔνθα ὁ Seidl. λαμβάνει αὐτὸ ὡς = φαίνομαι, ἀλλ’ ἄνευ ἀνάγκης)· καὶ μεταφορ., ἀγανὴ φαίνουσ’ ἐλπὶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 101. ― Ἐν πάσαις ταῖς κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ. χρήσεσι δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν τὴν σύστοιχον αἰτ. φῶς. ΙΙΙ. Ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ Ἰων. ἀορ. φάνεσκε πράγματι ἀμεταβάτως, ἐφάνη, μετὰ πρώτοισι φάνεσκε Ἰλ. Λ. 64· ὑπένερθε δὲ γαῖα φάνεσκε Ὀδ. Μ. 241, πρβλ. Λ. 586, Ἡσ. Ἀποσπ. 22 (30). 2) ὁ πρκμ. β΄ πέφηνα εἶναι ἐν χρήσει ὡσαύτως ἀμεταβ., Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 329, κλπ.· σπανίως παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἡρόδ. 9. 120, Δημ. 34. 22· πρβλ. ἀνα-, ἐκπέφηνα. Β. Παθ., ἔρχομαι εἰς φῶς, φαίνομαι, γίνομαι ὁρατός, φάνεν δὲ οἱ εὐρέες ὦμοι, ἐφάνησαν δὲ οἱ..., Ὀδ. Σ. 67, πρβλ. Ἰλ. Χ. 324· ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 1· ― μάλιστα ἐπὶ πυρός, φαίνομαι μετὰ λάμψεως, λάμπω ἰσχυρῶς, πυρὰ φαίνεται Ἰλιόθι πρὸ Ἰλ. Θ. 561· ἕκαθεν δέ τε φαίνεται αὐγὴ Β. 456, πρβλ. Ὀδ. Τ. 39· δεινὼ δὲ οἱ ὄσσε φάανθεν, φοβεροὶ ἐφάνησαν αὐτῷ ἢ ἔλαμψαν ὡς πῦρ, Ἰλ. Α. 200· ― συχν. ἐπὶ τῆς ἐμφανίσεως ἢ ἐπιτολῆς τῶν οὐρανίων σωμάτων, ἄστρα φαεινὴν ἀμφὶ σελήνην φαίνετ’ ἀριπρεπέα Ἰλ. Θ. 556, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 596· ἐπὶ τῆς πρώτης ἐμφανίσεως τῆς ἕω, ἦμος δ’ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠὼς Ἰλ. Α. 477, Ὀδ. Β. 1, κλπ.· ἅμ’ ἠοῖ φαινομένῃφιν, κατὰ τὰ χαράγματα, τὴν αὐγήν, Ἰλ. Ι. 618, Ὀδ. Δ. 407, κλπ.· ― ἐπὶ ἀνέμου ἐγειρομένου, οὐδέ ποτ’ οὖροι πνείοντες φαίνονθ’ ἁλιαέες Δ. 361. 2) ἐπὶ προσώπων, οἴῳ φαινομένη, εἰς αὐτὸν μόνον φαινομένη, Ἄρατ. 198, πρβλ. Ὀδ. Ο. 517, κλπ.· ἐφάνη λῖς εἰς ὁδὸν Ἰλ. Ο. 275· οὗπερ κἀφάνης, ὅπου πρῶτον καὶ ἐφάνης, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 77· χρόνιος φανεὶς ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1746· φανῆναι ὁδόν, βραχυλογικὴ ἔκφρασις, ἀντὶ ἐλθεῖν ὁδὸν ὥστε φανῆναι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1274 (ὅμοιόν τι εἶναι τὸ κέλευθον φανεὶς Αἴ. 878)· πόθεν φαίνει; πόθεν μᾶς ἐφάνης; πόθεν ἔρχεσαι, Πλάτ. Πρωτ. ἐν ἀρχῇ, Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 8, 1· ἐθαύμαζον ὅτι οὐδαμοῦ Κῦρος φαίνοιτο, ὅτι πουθενὰ δὲν ἐφαίνετο, Ξεν. Ἀν. 1. 10, 16. β) ἔρχομαι εἰς τὸ εἶναι, γεννῶμαι· φανεὶς δύστηνος, γεννηθεὶς διὰ νὰ εἶμαι δυστυχής, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 974, πρβλ. 1226· δοῦλος ἀντ’ ἐλευθέρου φανείς, γενόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1020· ἐκ βασιλέως ἰδιώτην φανῆναι, δηλ. γενέσθαι Ξεν. Ἀν. 7. 7, 28. 3) ἐπὶ πραγμάτων ἢ γεγονότων, τέλος οὔπω τι πέφανται Ἰλ. Β. 122· βιότοιο τελευτὴ Η. 104· ἔργον, ἄεθλον Π. 207, Ὀδ. Φ. 106, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· ἀκτὶς ἀελίου, τὸ κάλλιστον ἑπταπύλῳ φανὲν Θήβᾳ τῶν προτέρων φάος, ἐφάνθης ποτ’ Σοφ. Ἀντ. 100· πρβλ. Οἰδ. Τύρ. 474, 848, Τραχ. 1· τὸ φανθέν, τὸ γενόμενον, τὸ φανθὲν τίς ἂν δύναιτ’ ἂν ἀγένητον ποιεῖν; αὐτόθι 743. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, φαίνομαι, φαίνομαι ὅτι εἶμαι…, μετ’ ἀπαρ., δμωάων ἥτις τοι ἀρίστη φαίνεται εἶναι Ὀδ. Ο. 25, πρβλ. Α. 335· οὐ γάρ σφιν ἐφαίνετο κέρδιον εἶναι Ξ. 355· οὕτω, τοῦτό μοι θειότατον φαίνεται γενέσθαι Ἡρόδ. 7. 137· εὖ λέγειν φαίνει Ἀριστοφ. Νεφ. 403, κλπ., πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 317· ― τὸ ἀπαρ. τοῦτο συχν. παραλείπεται, ἐκ νεφέων ἐρεβεννὴ φ. ἀὴρ Ἰλ. Ε. 864· τοῖος ἐφαίνετο αὐτόθι 867· οὗ καὶ πρόσθεν ἀρίστη φαίνετο βουλὴ Ι. 94, πρβλ. Β. 5· ὅστις φαίνηται ἄριστος Ὀδ. Ξ. 106· σμερδαλέος δ’ αὐτῇσι φάνη Ζ. 137· οὕτω παρ’ Ἀττ.· ἕρμαιον ἂν ἐφάνη Πλάτ. Πολ. 368D, κλπ., ἴδε κατωτ. 2· ― παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ. συντάσσεται ὡσαύτως μετὰ μετοχ., ἀλλ’ οὐχὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας· διότι φαίνεσθαι μετ’ ἀπαρ. δηλοῖ γνώμην ὅτι πρᾶγμά τι «φαίνεται νὰ εἶναι»..., ἐν ᾧ φαίνεσθαι μετὰ μετοχ. δηλοῖ γεγονός, ὅτι δηλ. πρᾶγμά τι φανερῶς εἶναι οἷον λέγεται· π. χ. φαίνεται εἶναι, «φαίνεται νὰ εἶναι»... ἀλλὰ φαίνεται ὢν φανερῶς εἶναι· οὕτως, ἐμοὶ σὺ μέγα πλουτέειν φαίνεαι, μοὶ φαίνεσαι νὰ εἶσαι πολὺ πλούσιος, Ἡρόδ. 1. 32· ἀλλά, εὔνοος ἐφαίνετο ἐών, ὅτι ἦτο φανερῶς εὔνους, ὁ αὐτ. 7. 173, πρβλ. 137, 175, Αἰσχύλ. Πρ. 217, Θουκ. 1. 2· φαίνεται ὁ νόμος ἡμᾶς βλάπτων, φαίνεται φανερῶς ὅτι μᾶς βλάπτει· ἀλλά, φαίνεται ὁ νόμος ἡμᾶς βλάψειν, φαίνεται ὅτι θὰ μᾶς βλάψῃ, Wolf εἰς Δημοσθ. Λεπτ. σ. 259· οὕτως, οὐκ ἄκαιρα φαίνεται λέγειν, φαίνεται νὰ ὁμιλῇ..., Αἰσχύλ. Πρ. 1036· ἀλλά, φανέονται λέγοντες οὐδὲν Ἡρόδ. 3. 35· ― φαίνομαι δύο καθορᾶν εἴδη Πλάτ. Σοφ. 235D· ἀλλά, οὐκ ἂν φανεῖμεν πήματ’ ἔρξαντες Αἰσχύλ. Πέρσ. 786· πλαγκτὸς οὖσ’ ἐφαινόμην Αἰσχύλ. Ἀγ. 593, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 89, Εὐρ. Ἀνδρ. 343, κλπ.· ― ὡσαύτως παραλειπομένης τῆς μετοχ., πέφανται ἁρματηλάτας σοφὸς (ἐξυπακ. ὢν) Πινδ. Π. 5. 154, πρβλ. Ν. 6. 25· ἡμερώτερος φανεῖ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1632· Κᾶρες ἐφάνησαν (ἐξυπακ. ὄντες), ἐφάνησαν πράγματι ὅτι ἦσαν Κᾶρες, Θουκυδ. 1. 8· τί φαίνομαι (ἐξυπακ. ὤν); «’σὰν τί» φαίνομαι; Εὐρ. Βάκχ. 925· ― ἐντεῦθεν τὸ φαίνεσθαι ἀντίκειται τῷ εἶναι, εἶναι μὲν ὅσπερ εἰμί, φαίνεσθαι δὲ μὴ (πρβλ. δοκέω ΙΙ. 2), Εὐρ. (Ἀποσπ. 699) ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 441· στρατηγός... μὴ ὢν φαίνεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 1. 7, 3, πρβλ. Ἑλλ. 6. 5, 28· ἐντεῦθεν. 2) ἐν τῇ Φιλοσοφίᾳ, φαίνομαι (ἀπολ.) ὁτὲ μὲν κεῖται ἐξ ἀντικειμένου ἐπὶ τῶν πραγμάτων ὅσα εἶναι ἐμφανῆ ταῖς αἰσθήσεσιν, ὁτὲ δὲ ἐξ ὑποκειμένου ἐπὶ τῶν πραγμάτων ὅσα φαίνονται εἰς τὸν νοῦν ὡς ὄντα ποιά τινα, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 3. 5, 10, περὶ Οὐραν. 4. 5, 9, περὶ Ζῴων Γεν. 1. 2, 6, Ἠθ. Νικ. 1. 7, 11, πρὸς τὰ Ἠθικ. Νικ. 10. 5, 2, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 1, 7· ἀλλ’ ἡ δευτέρα αὕτη σημασία διακρίνεται ἀπὸ τοῦ δοκεῖν, δοξάζειν· τὸ φαίνεσθαί ἐστι τὸ δοξάζειν ὅπερ αἰσθάνεται περὶ Ψυχ. 2. 3. 15· ― αἱ σημασίαι αὗται φαίνονται σαφῶς ἐν τῇ χρήσει τῆς μετοχῆς φαινόμενος, η, ον. α) φανερὸς εἰς τὰς αἰσθήσεις, ὅθεν ἐμφανής, κατάδηλος, περὶ Οὐρ. 3. 4, 8, κ. ἀλλ.· τῶν φαινομένων θειότατον Μετὰ τὰ Φυσικ. 11. 9, 1· καὶ τὰ φαινόμενα παρά τισι φιλοσόφοις ἐλέγοντο ὡς = τὰ ὄντα καὶ τὰ ἀληθῆ αὐτόθι 3. 5, κἑξ., περὶ Ψυχ. 1. 2, 8, περὶ Ζῴων Μορ. 1. 1, 8· ― οὕτως ἐν τῇ Ἀστρονομ. τὰ φαινόμενα = τὰ οὐράνια φαινόμενα, ὅπερ εἶναι ἡ ἐπιγραφὴ συγγράμματός τινος τοῦ Εὐδόξου ὅπερ μετέτρεψεν εἰς στίχους ὁ Ἄρατος, Ἱππάρχου τῶν Ἀράτ. καὶ Εὐδόξ. Φαινομ. Ἐξήγ. σ. 98 Petav., πρβλ. Ἀριστ. περὶ Οὐραν. 2. 13, 8. β) τὸ φαινόμενον εἰς τὸν νοῦν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πράγματι ὑπάρχον, ναί, ἔφη, φαινόμενα, οὐ μέν τοι ὄντα γέ που τῇ ἀληθείᾳ Πλάτ. Πολ. 596Ε, πρβλ. Ἀριστ. Τοπ. 1. 1, 3, Ἠθικ. Νικ. 3. 4, 4· τὰ οὖν ἐμοὶ φαινόμενα οὕτω φαίνεται Πλάτ. Πολ. 517Β· ἐντεῦθεν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀληθής, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 1, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. φαινομένως, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. α΄ 73 = 243, κλπ. 3) συχν. ἐν τοῖς διαλόγοις τοῦ Πλάτωνος, φαίνεταί σοι ταῦτα; σοὶ φαίνονται ταῦτα ἔχοντα οὕτω; σοὶ φαίνονται ὅτι ἔχουν οὕτως; Ἀπόκρισις φαίνεται, ναί, μάλιστα, Πρωτ. 332Ε, Πολ. 333C, κλπ.· ὥς γ’ ἐμοὶ φ. Πρωτ. 324D, πρβλ. Πολ. 383Α, κλπ.· ― οὕτω, [τοῦτο] φῇς εἶναι; Ἀπόκρισις φαίνομαι (ἐξυπακ. λέγειν) Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 20· ― παρὰ μεταγεν. τὸ φαίνεται κεῖται ἀπροσώπως μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., φαίνεται καλόν, εὔλογον, Διονύσ. Ἁλ. 2. 14., 4. 85, κλπ.· ― αὐτὸ φανέν, αὐτοδήλως, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 4. 4) συνημμένον μετὰ τοῦ δοκέω· εἰ δὴ κακός τε φ. δοκῶ τέ σοι Εὐρ. Ἱππόλ. 1071· δοκοῖμεν… ἂν χείρους φαίνεσθαι Θουκ. 1. 122, πρβλ. Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 269D, Ἐρυξ. 399C, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22. 5) οὐδαμοῦ φανῆναι, nullo in loco haberi, Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 72C· ἴδε οὐδαμοῦ. ΙΙΙ. τὰ φανθέντα, ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 5. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 458, 459, 460, Γ Χατζιδάκι Αἱ δύο μέθοδοι ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ι΄, σελ. 374.

English (Autenrieth)

(root φαϝ), ipf. φ<<><>>αε, φαῖνε, aor. ἔφηνα, mid. ipf. iter. φαινέσκετο, fut. πεφήσεται, inf. φανεῖσθαι, pass. aor. 2 (ἐ)φάνην, 3 pl. φάνεν, iter. φάνεσκεν, subj. φάνῃ, φανήῃ, inf. φανῆναι, -ήμεναι, aor. 1 (may be referred to φαείνω) φαάνθην, 3 pl. φάανθεν, perf. 3 sing. πέφανται, part. πεφασμένος: I. act., trans., bring to light, make to appear, show, τέρας, ὁδόν τινι, Β 32, Od. 12.334; met., show, reveal, exhibit, express, νοήματα, ἀοιδήν, ἀεικείᾶς Σ 2, Od. 20.309; intrans., shine, give light, Od. 7.102, Od. 19.25.—II. mid. and pass., come to light, be visible, appear, shine, Il. 8.561; w. part. (yet not purely supplementary), Od. 4.361, Od. 24.448; w. inf., Od. 11.336, Od. 14.355, Od. 15.25.

English (Slater)

φαίνω (φαίνων, -οισα; -έμεν: aor. ἔφᾶνας, ἔφᾶνεν: pass. φαίνεται; φαινομέναν; impf. ἐφαίνετο: aor. φᾰνη, ἔφᾰνεν, [ἔφ]α[ν]θεν Snell; φᾰνείη; φᾰνείς, -έντος, -έντα; φᾰνῆναι: pf. πέφανται.)
   a act., show, make known οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (sc. Πυθέας, winner in boys' pancratium) (N. 5.6) οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές (N. 5.17) ἑάν τ' ἔφανεν φυὰν (Pae. 20.12) add. inf., ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας Ἰσθμίοις ὑμετέρας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν (byz.: ἔφανες codd.) (I. 4.2) add. part., ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ (P. 4.171)
   b pass.,
   I appear, show oneself ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη (O. 1.74) μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν (O. 10.85) δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων ἐν Ἰσθμιάδεσσιν φανέντα (O. 13.34) ἔτραπεν καὶ κεῖνον ἀγάνορι μισθῷ χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς (P. 3.55) εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται (P. 12.29) φαινομέναν δ' ἄῤ ἐς ἄταν σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι (φανερὰν Σ paraphr.) (N. 9.21) ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας (I. 1.29) “καί νιν ὄρνιχος φανέντος κέκλευ ἐπώνυμον εὐρυβίαν Αἴαντα” (I. 6.53) c. pr. subs., μιν ἐν πέλαγος ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι Πα. 7B. 47. τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; (Pae. 8.67) πάτραι δ' [ἔφ]ᾳ[ν]θεν ἀντὶ φωτῶν (supp. Snell: [ἔπ]ᾳ[χ]θεν Lobel: sc. the Seriphians) Δ. 4. 41. add. part., Παρρασίῳ στρατῷ θαυμαστὸς ἐὼν φάνη (O. 9.96) ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς (N. 4.30) add. inf., ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον (P. 10.49)
   II pf., be shown, prove to be πέφανταί θ' ἁρματηλάτας σοφός (P. 5.115) νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας (sc. Ἀλκιμίδας) (N. 6.13)
   III frag. ]φαινετ[ P. Oxy. 2443, fr. 2.

Spanish

aparecerse, manifestarse, brillar

English (Strong)

prolongation for the base of φῶς; to lighten (shine), i.e. show (transitive or intransitive, literal or figurative): appear, seem, be seen, shine, X think.

English (Thayer)

(1st aorist active subjunctive 3rd person singular φανῇ, L T WH in ἀναφαίνω; Winer's Grammar, § 15, under the word; Buttmann, 41 (35))); passive, present φαίνομαι; 2nd aorist ἐφαινην; 2future φανήσομαι and (in φανοῦμαι (cf. Kühner, § 343, under the word; (Veitch, under the word)); (φάω); in Greek writings from Homer down; to bring forth into the light, cause to shine; to show. In Biblical Greek:
1. Active intransitively, to shine, shed light (which the Greeks (commonly (cf. Liddell and Scott, under the word, A. II.)) express by the passive), the Sept. for הֵאִיר: τό φῶς φαίνει, ὁ λύχνος, ἥλιος, ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη, ἡ ἡμέρα,
2. Passive,
a. to shine, be bright or resplendent: ἡ ἡμέρα, Tr (see above); R G Tr — but see Veitch, under the word; moreover, the following examples should be brought under the next head; see Meyer on ὡς φωστῆρες, ὁ ἀστήρ, ἡ ἀστραπή, to become evident, to be brought forth into light, come to view, appear: ἀφανίζεσθαι, τίνι, Josephus, Antiquities 7,7, 3; for נִקְרָה in reference to the same, τίνι, to come to light, to appear, be seen: φαινομενα, φαίνεται, it is seen, exposed to view: οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἐν τῷ Ἰσραήλ, never was it seen in such (i. e. so remarkable) a fashionnever was such a sight seen — in Israel, to meet the eyes, strike the sight, become clear or manifest, with a predicate nominative (be seen to be) (cf. Buttmann, § 144,15a., 18): ἵνα (namely, ἡ ἁμαρτία) φανῇ ἁμαρτία (equivalent to ἁμαρτωλός), προσευχόμενοι praying); to be seen, appear: ὁ ἁμαρτωλός ποῦ φανεῖται; i. e. he will nowhere be seen, will perish, to appear to the mind, seem to one's judgment or opinion: τί ὑμῖν φαίνεται (A. V. what think ye), ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεί ληροι, Winer's Grammar, § 33f.; Buttmann, § 133,3. Synonym: see δοκέω, at the end.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ενεργ
τ. φαίνω Α
μέσ.
1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.)
2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι
3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β. «ἐθαύμαζον ὅτι οὐδαμοῦ Κῡρος φαίνοιτο», Ξεν.)
4. δίνω την εντύπωση, θεωρούμαι ότι... (α. «φαίνεται να περνάει καλά» β. «οὐ γὰρ σφιν ἐφαίνετο κέρδιον είναι», Ομ. Οδ.)
5. (το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. φαινόμενο
νεοελλ.
1. παρέχω σαφείς ενδείξεις, προμηνύομαι («η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται»)
2. (ως απρόσ.) φαίνεται
εικάζεται, συμπεραίνεται
(«φαίνεται ότι θα βρέξει»)
3. (το γ' εν. πρόσ. με γεν. προσ. αντων. μού, σού κ.λπ.) νομίζω, πιστεύω, θεωρώ
4. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) φαινόμενος, -ένη, -ο
(αστρον.-μαθ.-φυσ.) αυτός που υπάρχει όπως φαίνεται, όπως παρατηρείται, όπως υποπίπτει στην αντίληψη του παρατηρητή, σε αντιδιαστολή με εκείνον που πραγματικά είναι ή μπορεί να είναι, φαινομενικός (α. «φαινόμενος χρόνος» β. «φαινομένη κίνηση» γ. «φαινομένη ταχύτητα» δ. «φαινόμενο μέγεθος»)
5. φρ. α) «όπως φαίνεται» — κατά τα φαινόμενα είναι πιθανό, πιθανώς, ίσως
β) «έτσι σού φαίνεται» — λέγεται σε κάποιον, όταν κάνει λάθος σε κάτι που πιστεύει
(II)
ΝΜ
βλ. υφαίνω.
αρχ.
1. ενεργ. φαίνω
α) κάνω κάτι να φανεί, φέρνω στο φως («ἡμῖν μὲν τόδ' ἔφηνε τέρας μέγα μητίετα Ζεύς», Ομ. Ιλ.)
β) δείχνω, αποκαλύπτω («φαῑνε μηρούς», Ομ. Οδ.)
γ) φανερώνω, καταδεικνύω («φανεῖ κωκύματα» — οι θρήνοι θα φανερώσουν την αλήθεια, Σοφ.)
δ) παρέχω, δίνω («Ἑλένη δὲ θεοὶ γόνον οὐκέτ' ἔφαινον», Ομ. Οδ.)
ε) εκθέτω, λέω («μηκέτι ταῦτα νοήματα φαῑν' ἑνὶ δήμῳ», Ομ. Ιλ.)
στ) ερμηνεύω, εξηγώ, αναλύω, διασαφηνίζω
ζ) (σχετικά με ήχο) κάνω να ηχήσει καθαρά στο αφτίσάλπιγξ ὑπέρτονον γήρυμα φαινέτω στρατῷ», Αισχύλ.)
η) καταγγέλλω, καταδίδω, προδίδω
θ) (ιδίως) καταγγέλλω κάτι ως παράνομο
ι) (απολ.) i) δίνω πληροφορίες
ii) φέγγω, φωτίζω («φαίνοντες νύκτας... δαιτυμόνεσσι», Ομ. Οδ.)
2. μέσ. α) (για φωτιά) γίνομαι ορατός από την λάμψη μου
β) (για ουράνιο σώμα) ανατέλλω, επιτέλλω («ἄστρα φαεινήν ἀμφὶ σελήνην φαίνετ' ἀριπρεπέα», Ομ. Ιλ.)
γ) (για πρόσ.) i) γεννιέμαι («δοῦλος ἀντ' ἐλευθέρου φανείς», Σοφ.)
ii) γίνομαι («ἐκ βασιλέως ἰδιώτην φανῆναι», Ξεν.)
δ) (για γεγονός) συμβαίνω, συντελούμαι
ε) εκδηλώνομαι
στ) (με μτχ.) είμαι φανερός, πρόδηλος («φαίνεται ὁ νόμος ἡμᾶς βλάπτων», Θουκ.)
ζ) (με δοτ. προσ. και απρμφ.) θεωρώ καλό ή λογικό
η) (στην φιλοσ.) i) είμαι φανερός στις αισθήσεις
ii) είμαι αντιληπτός στον νου
θ) (στους διαλόγους του Πλάτ. ως απόκριση) ναι, μάλιστα («φαίνεταί σοι ταῦτα; φαίνεται», Πλάτ.)
ι) σπαν. νομίζω, πιστεύω
3. (το αρσ. της ενεργ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) βλ. Φαίνων
4. (το ουδ. της μτχ. παθ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ φανθέντα- πράγματα για τα οποία έγινε καταγγελία ότι έχουν εισαχθεί παράνομα με λαθρεμπόριο
5. φρ. α) «ἄμ' ἠοῑ φαινομένῃφιν» — την αυγή (Ομ. Ιλ.)
β) «φαίνειν φρουράν»
(στην Σπάρτη) επιστρατεύω, στρατολογώ
γ) «αὐτὸ φανέν» — ολοφάνερα (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φαίνω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bhā- / bh(e)ә2-, η οποία εμφανίζει δύο διαφορετικές σημ.: «λάμπω, φωτίζω» (πρβλ. φῶς, φαίνω, αρχ. ινδ. bhā-ti «φωτίζει») και «μιλώ, εξηγώ» (πρβλ. φημί), οι οποίες διακρίνονται και σε ορισμένους τ. της οικογένειας του ρ. φαίνω, πρβλ. φάσις, πρόφασις, άποφαίνω (για τη διπλή σημ. της ρίζας βλ. και λ. φημί). Ο ενεστ. φαίνω (< φα-ν-) έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα, -φă- (< bhә2-) της ρίζας (πρβλ. φă-σις, φă-σμα και τα σύνθ. σε -φατος, -φατικός) με έρρινο πρόσφυμα -ν- (πρβλ. αρχ. ινδ. bhā-nu-, αβεστ. bā-nu- «λάμψη, φως», αρχ. ιρλδ. bā-n «λευκός», γερμ. boh-n-ern «γυαλίζω με κερί») και ενεστωτικό επίθημα - (πρβλ. ὑφαίνω < ὑφ-αν-). Από το θ. του ενεστ. φαν-, με το έρρινο πρόσφυμα, έχει σχηματιστεί το μεγαλύτερο μέρος τών παρ. και σύνθ. του ρ. φαίνω (πρβλ. φαν-ερός, φαν-τήρ, φάν-τωρ), σύνθ. σε -φανής, σύνθ. σε -φάντης κ.λπ. Από τους τελευταίους αυτούς τ. προήλθε το θ. φαντ-, από το οποίο σχηματίστηκε το ρ. φαντάζω, -ομαι και τα παράγωγά του. Τέλος, η απαθής βαθμίδα φᾱ- / φη- της ρίζας απαντά στον τ. του μέλλ. πε-φή-σεται (για τον σχηματισμό του μέλλ. με διπλασιασμό, πρβλ. με-μνήσομαι: μιμνήσκω, τε-θνήξω: θνῄσκω)].

Greek Monotonic

φαίνω: Επικ. φαείνω, μέλ. φᾰνῶ, Ιων. φᾰνέω· ευκτ. φᾰνοίην, αόρ. αʹ ἔφηνα, Δωρ. ἔφᾶνα· Επικ. γʹ ενικ. αόρ. βʹ φάνεσκε· παρακ. πέφαγκα· αμτβ. παρακ. πέφηνα — Μέσ., μέλ. φᾰνοῦμαι, Ιων. φᾰνέομαι, αόρ. αʹ ἐφηνάμην — Παθ., Ιων. προστ. φαινέσκετο, μέλ. βʹ φᾰνήσομαι (ποτέ φανθήσομαι)· Επικ. γʹ ενικ. μέλ. πεφήσεται· αόρ. αʹ ἐφάνθην, Επικ. ἐφαάνθην, γʹ πληθ. φάανθεν, αόρ. βʹ ἐφάνην [ᾰ], Επικ. γʹ πληθ. φάνεν· Επικ. υποτ. φανήῃ, απαρ. φανήμεναι, παρακ. πέφασμαι, γʹ ενικ. πέφανται, απαρ. πεφάνθαι, μτχ. πεφασμένος, γʹ πληθ. υπερσ. ἐπέφαντο· (φάω),
Α. Ενεργ. I. 1. α) φέρνω στο φως, φανερώνω κάτι, σε Όμηρ. κ.λπ. — Μέσ., επιδεικνύω κάτι ως δικό μου, σε Σοφ. β) δείχνω εδώ κι εκεί, κάνω γνωστό, αποκαλύπτω, φανερώνω, δείχνω, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· γόνον Ἑλένῃ φαίνω, της φανερώνω ένα παιδί, δηλ. επιτρέπω να γεννήσει, σε Ομήρ. Οδ.
2. λέγεται για ήχο, κάνω κάτι ξεκάθαρο στο άκουσμα, κάνω κάτι να ηχεί καθαρά, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
3. κάνω κάτι ξεκάθαρο, εξηγώ, εκθέτω, σε Ηρόδ. 4. α) σε Αττ., καταδίδω κάποιον, κατηγορώ, προδίδω, σε Αριστοφ.· καταγγέλλω κάτι ως παράνομο, στον ίδ. — Παθ., τὰ φανθέντα, πράγματα τα οποία καταγγέλθηκαν ως παράνομα, σε Δημ. β) απόλ., δίνω πληροφορίες, σε Ξεν.
5. φαίνειν φρουράν στη Σπάρτη, διακηρύσσω στρατό, καλώ τη στρατιωτική παράταξη, σε Ξεν.
II. απόλ., δίνω φως, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως λέγεται για τους Διόσκουρους που έλαμπαν στον αιθέρα, σε Ευρ.· ἀγανὴ φαίνουσ' ἐλπίς, μικρή ελπίδα που λάμπει, σε Αισχύλ.
III. ο Όμηρ. χρησιμοποιεί τον Ιων. αόρ. φάνεσκε αμτβ., φάνηκε· επίσης, παρακ. βʹ πέφηνα είναι αμτβ., σε Ηρόδ., Σοφ., Δημ. Β. Παθ.,
I. 1. έρχομαι στο φως, γίνομαι ορατός, εμφανίζομαι, σε Όμηρ.· λέγεται για τη φωτιά, λάμπω φωτεινά, στον ίδ.· συχνά λέγεται για την εμφάνιση ουρανίων σωμάτων, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· χρησιμοποιείται για την χαραυγή, φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, σε Όμηρ.
2. χρησιμοποιείται για ανθρώπους, έρχομαι στην ζωή, φανεὶς δύστηνος, γεννημένος δυστυχής, σε Σοφ.· δοῦλος φανείς, δείχνω να είμαι, έχω γίνει σκλάβος, σε Σοφ.· επίσης λέγεται για γεγονότα, τέλος πέφανται, σε Ομήρ. Ιλ.· τὸ φανθέν, κάτι που ήρθε στο φως μια φορά, αποκάλυψη, σε Σοφ. κ.λπ.
II. 1. φαίνομαι ότι είμαι έτσι ακριβώς, με απαρ., ἥτις ἀρίστη φαίνεται εἶναι, σε Ομήρ. Οδ.· τοῦτό μοι θειότατον φαίνεται γενέσθαι, σε Ηρόδ.· το απαρ. παραλείπεται, ὅστις φαίνηται ἄριστος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· επίσης με μτχ.· φαίνεσθαι με απαρ., ένα πράγμα φαίνεται να είναι έτσι ακριβώς· με μτχ., ένα γεγονός είναι πράγματι έτσι ακριβώς, ἐμοὶ σὺ πλουτέειν φαίνεαι, πλούσιος μου φαίνεσαι, σε Ηρόδ.· αλλά, εὔνοος ἐφαίνετο ἐών, είχε πράγματι ευνοϊκή διάθεση, στον ίδ.· φαίνεται ὁ νόμος βλάπτων, ο νόμος πράγματι βλάπτει, αλλά, φαίνεται ὁ νόμος ἡμᾶς βλάψειν, φαίνεται σα να μας βλάπτει, σε Δημ.· με τη μτχ. να παραλείπεται, Κᾶρες ἐφάνησαν (ενν. ὄντες), ήταν πράγματι Κάρες, σε Θουκ.· τί φαίνομαι (ενν. ὤν); πώς φαίνομαι, μοιάζω;, σε Ευρ.
2. σε διάλογο, φαίνεταί σοι ταῦτα; σου φαίνονται αυτά να είναι έτσι; δεν είναι έτσι αυτό; απόκριση φαίνεται, ναι, σε Πλάτ.· (τοῦτο) φῇς εἶναι; απόκριση φαίνομαι (ενν. λέγειν), σε Ξεν.
3. οὐδαμοῦ φανῆναι, Λατ. nullo in loco haberi, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[φάω]
A. Act. to bring to light, make to appear, Hom., etc.:—Mid. to exhibit as one's own, Soph.
b. to show forth, make known, reveal, disclose, show, Od., Soph. etc.: γόνον Ἑλένηι φ. to show her a child, i. e. grant her to bear one, Od.
2. of sound, to make it clear to the ear, make it ring clear, Od., Aesch.
3. to make clear, explain, expound, Hdt.
4. in attic to inform against one, to indict, impeach, Ar.:— to inform of a thing as contraband, Ar.: Pass., τὰ φανθέντα articles informed against as contraband, Dem.
b. absol. to give information, Xen.
5. φαίνειν φρουράν at Sparta, to proclaim a levy, call out the array, Xen.
II. absol. to give light, Od.; so of the sun, moon, etc., φ. τινί Ar., Theocr.; so of the Dioscuri shining in mid-air, Eur.; ἀγανὴ φαίνουσ' ἐλπίς soft shining hope, Aesch.
III. Hom. uses the ionic aor. φάνεσκε really intr., appeared:— also perf. 2 πέφηνα is intr., Hdt., Soph., Dem.
B. Pass. to come to light, be seen, appear, Hom.; of fire, to shine brightly, Hom.:—often of the rising of heavenly bodies, Il., Hes.; of daybreak, φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς Hom.
2. of persons, to come into being, φανεὶς δύστηνος born to misery, Soph.; δοῦλος φανείς shown to be, having become, a slave, Soph.:—also of events, τέλος πέφανται Il.; τὸ φανθέν what has once come to light, Soph., etc.
II. to appear to be so and so, c. inf., ἥτις ἀρίστη φαίνεται εἶναι Od.; τοῦτό μοι θειότατον φαίνεται γενέσθαι Hdt.:—inf. omitted, ὅστις φαίνηται ἄριστος Od., etc.:—also c. part., but φαίνεσθαι c. inf. indicates that a thing appears to be so and so, φαίνεσθαι c. part. states the fact that it manifestly is so and so, ἐμοὶ σὺ πλουτέειν φαίνεαι you appear to me to be rich, Hdt.; but, εὔνοος ἐφαίνετο ἐών he was manifestly well-inclined, Hdt.; φαίνεται ὁ νόμος βλάπτων the law manifestly harms, but, φαίνεται ὁ νόμος ἡμᾶς βλάψειν it appears likely to harm us, Dem.:—with the part. omitted, Κᾶρες ἐφάνησαν (sc. ὄντες) they were manifest Carians, Thuc.; τί φαίνομαι (sc. ὤν); what do I look like? Eur.
2. in dialogue, φαίνεταί σοι ταῦτα; does this appear so? is not this so? Answ. φαίνεται, yes, Plat.; τοῦτο φῆις εἶναι; Answ. φαίνομαι (sc. λέγειν) Xen.
3. οὐδαμοῦ φανῆναι nullo in loco haberi, Plat.

Frisk Etymology German

φαίνω: -ομαι
{phaínō}
Forms: m. Redupl. παμφαίνω und Ptz. -φανόωσα, -φανόωντα (ep. poet. seit Il., παμφανάᾳ· λάμπει H.), Aor. φῆναι (dor. φᾶναι), intr. φανῆναι (alles seit Il.), Fut. φανέω, -ῶ (seit T 104). -έομαι (seit μ 230), -ήσομαι (Hdt. u.a.), dor. -ησέω (Archim.), πεφήσεται (P 155), Perf. Med. πέφασμαι, 3. sg. πέφανται (seit Il.), Akt. intr. πέφηνα (ion. att.), dor. πέφανα (Sophr.), trans. πέφαγκα (jungatt.), Aor. Med. trans. φήνασθαι (ion. att.), intr. u. Pass. φανθῆναι (att.),
Grammar: v.
Meaning: sichtbar machen, ans Licht bringen, zeigen, kundtun, Med. und Akt. intr. sichtbar werden, ans Licht kommen, sich zeigen, erscheinen.
Composita: sehr oft mit Präfix, z.B. ἀπο-, ἐκ-, ἐν-, ἐπι-, κατα-, προ-, ὑπο-,
Derivative: An das Verb schließen sich zahlreiche Kompp. und Ableitungen (gedrängte Übersicht): 1a. Als Vorderglied u.a. in φαινομηρίδες (Ibyk.), sg. φανόμηρις (Poll.) f. ‘die die Schenkel Zeigende(n)’ bzw. mit sichtbaren Schenkeln; PN, z.B. Φαινέλαος, Φαννόθεμις, Φανότιμος; zu Φαιν-, Φαν(ν)- Arena Riv. di fil. 93, 438 ff. 1b. Als Hinterglied mit Anschluß an die σ-Stämme, z.B. τηλεφανής weit sichtbar, weithin erkennbar (poet. seit ω 83); zahllose PN, z.B. Ἀριστοφάνης; sehr oft von den Präfixkompp., z.B. ἐμφανής (ἐμφαίνω) sichtbar, offenbar, offenkundig (ion. att.) mit -εια, -ία, -ίζω, -ισις, -ίσιμος, -ισμός, -ιστής, -ιστικός. 2. Mit ρο-Suffix: φανερός sichtbar, offenbar, deutlich (Pi., ion. att.) mit -ερότης (sp.), -όομαι (Hdt.), -όω (sp.), -ωσις. Zu φανερός im Sinn von quidam im byzant. Griech. Tabachovitz Eranos 30, 97 ff. 3. Mit ητ-Suffix: Φάνης, -ητος m. N. einer orphischen Gottheit (Orph.). 4. Mit σι- (< τι-) Suffix: a. φάσις f. Anzeige (att.), das Erscheinen, Erscheinung (Ti. Lokr., Arist., hell. u. sp.); sehr oft von den Präfixkompp., z.B. πρόφασις f. scheinbarer Grund, Vorwand (Thgn., ion. att.) mit -σίζομαι (Thgn., ion. att.), -σιστικός (LXX,Ph.); ἔμφασις f. Erscheinung, Abbild, Verdeutlichung, Nachdruck (Arist., hell. u. sp.) mit -τικός ausdrücklich (Demetr. Eloc. u.a.). b. φάνσις f. das Erscheinen (sehr selten u. sp.); öfter von den Präfixkompp., z.B. ἀπόφανσις f. Erklärung, Ausspruch (Arist., hell. u. sp.; neben ἀπόφασις) mit -τικός (Arist. u.a.), ἀνάφανσις f. Erscheinung (sp.), ἄμφανσις Adoption (Leg. Gort.) mit -τός adoptiert (ibid.). 5. Mit τυ-Sufffix: ἀμφαντύς f. ib. (Leg. Gort.). 6. Mit (σ)μα-Suffix: φάσμα n. Erscheinung, Vorzeichen (ion. poet., Arist. usw.). 7. Verbaladj. auf -τος: a. -φαντος, oft in Kompp., z.B. ἄφαντος unsichtbar (ep. poet. seit Il., sp. Prosa), νυκτίφαντος in der Nacht erscheinend (A., E.); von den Präfixkompp., z.B. πρόφαντος verkündet, offenbart (: προφαίνω; Pi., Hdt., S. u.a.); sekundär φαντός als Simplex sichtbar (Orph.). Auch b. -φατος in ἀπαρέμφατος (: παρεμφαίνω) sc. ἔγκλισις, eig. "nichts nebenher anzeigend", als gramm. Term. = lat. infinitivus (modus; D. H. u.a.; Gegensatz παρεμφατικός), auch ἀν-, κακέμφατος usw. (sp.), wozu noch πρό-, ὑπέρφατος (Pi.; s. v. d. Mühll Mus.Helv. 11,53ff. m. weiterer Diskussion). 8. -φάντης m. in Univerbierungen, z.B. ἱεροφάντης (ἱρο-) "der heilige Gebräuche erklärt", Oberpriester (ion. att.) mit -τις, -τέω, -τία, -τικός. 9. -φα(ν) τικός zu den Präfixkompp., z.B. ἐμφα(ν)τικός ausdrucksvoll, anschaulich (hell. u. sp.). 10. φάντωρ m. Zurschausteller (att. Epigr. IIp), ἐκφάντωρ, -τορία, -τορικός (sp.); auch in Univerbierungen, z.B. ἱεροφάντωρ (Suid.) mit -φάντρια f. (röm. Inschr. IVp). 11. An die τ-Ableitungen schließt sich das denominative φαντάζομαι, vereinzelt m. ἐκ-, ἐν-, κατα- u.a., sichtbar werden, erscheinen (ion. att.), -άζω sichtbar machen, vorstellen (sp.); davon φάντασμα n. Erscheinung (Trag., Pl. usw.), -μάτιον (Plu.), -μός ib. (Epikur.), -ις (ἐμ-) f. Anblick, Erscheinung (Pl. u. a.), -ία f. Anblick, Vorstellung, Phantasie (Pl., Arist. usw.) mit -ιώδης, -ιάζομαι, -ιόομαι, -ιόω, -ιαστικός; -τός (Arist. u.a.), -τικός (Pl., Arist. usw.) zum Vorstellen befähigt, Vorstellungen bildend. 12. Adverbia: -φαδόν in ἀμφαδόν öffentlich, offenkundig (Hom.) mit Adj. -δός (τ 391, A. R.), -διος (ζ 288), Adv. -δίην (Η 196, Thgn. u.a.); -φανδόν in (ἐξ-)ἀναφανδόν ib. (Hom.); δια-, ἀμφάδην, dor. -δαν ib. (Archil., Sol., Alkm.), ἐκφάνδην ib. (Philostr.); ἀναφανδά (Od., A. R.). Dazu vom Präsensstamm das Spieladv. φαινίνδα παίζειν Ball spielen (Antiph. Kom. u.a.). — Zu φανή f. Fackel s. φανός (s.v. φάος).
Etymology: Die obigen Formen gehen fast alle von einem Verbalstamm φαν- aus, wozu das Jotpräsens φαίνω. Ausnah.men bilden nur das langvokalige (hochstufige) ἅπ. λεγ. πεφήσεται und die kurzvokaligen (tiefstufigen) φάσις, -φατος mit -φατικός und φάσμα. Letzteres ist aber zu φαίνω gebildet wie ὕφασμα zu ὑφαίνω u.a.m. (Schwyzer 524). Zu φάσις, -φατος: φαίνω stimmen formal βάσις, -βατος: βαίνω; analogische Neubildung ist demnach nicht ausgeschlossen. Ebenfalls könnte πεφήσεται einen Rückhalt haben in βήσεται. (Auf die H.-Glossen πέφη· ἐφάνη ἢ πεφύκασι und φάντα· λάμποντα ist nicht viel zu geben.) Fürs Griech. ließe sich also zur Not mit einem einheitlichen Verbalstamm φαν- auskommen. — Aus arm. ba-nam mit dem nasallosen Aor. ba-c̣i öffnen, enthüllen ergibt sich aber ein altes Nasalpräsens; mithin läßt sich auch in φαν- ein urspr. Nasalpräsens erkennen, das für fast alle übrigen Formen maß-gebend wurde. Nur für φάσις, -φατος und namentlich für πεφήσεται kommt nasalloser Ursprung in Betracht. Ein primäres Verb liegt vor in aind. bhā́-ti ‘leuchten, scheinen, wozu mehrere Nomina, z.B. bhā--, aw. -nu- m. Pracht; ein nominales n-Sufflx noch in air. bān weiß, toch. A pañi, B peñiyo m. Pracht, ebenso im germ. Denominativum ags. bōnian, nd. bohnen polieren, bohnern. Dazu noch illyr. PN Acra-banis, -banus u. a. (: Ἀριστοφάνης; Krahe Die Spr. d. Illyrier I 51 m. Lit.). Zum Präsens φαίνω stimmt außerdem formal alb. geg. bâj, tosk. bënj Aachen, tun’. — Weitere Formen m. Lit. bei WP. 2, 122, Pok. 104, Mayrhofer s. bhā́ti; fürs Griech. bes. Schwyzer 647, 694 m. A. 4, 783 m. A. 4; dazu für Hom. Chantraine Gramm. hom. 1, 360, 375, 448. — Vgl. φάος, auch φημί.
Page 2,982-984

Chinese

原文音譯:fa⋯nw 懷挪
詞類次數:動詞(31)
原文字根:顯出 相當於: (אֹור‎) (גָּלָה‎)
字義溯源:發光,照耀,照到,照,顯示,顯得,顯出,顯出來,顯明,顯明之物,顯現,出現,站立,光,光照,照明,明亮,熟悉,看出,看看,看見,叫⋯看見,看似;源自(φῶς)=光),而 (φῶς)出自(φαῦλος)X*=照耀)。參讀 (ἀναφαίνω) (ἐγγίζω) (ἐπιφαύσκω / ἐπιψαύω)同義字
同源字:1) (ἀναφαίνω)顯出來 2) (ἀφανίζω)使成不明顯的 3) (διαυγής / διαφανής)透明的 4) (ἐμφανίζω)展示 5) (ἐπιφαίνω)照耀 6) (πρόφασις)外表的做作 7) (συκοφαντέω)無花果,告發 8) (ὑπερήφανος / ὑπερλίαν)顯示自己超過別人 9) (φαίνω)發光,照耀 10) (φανερός)照耀 11) (φανερόω)使顯明 12) (φανερῶς)明顯地 13) (φανέρωσις)展示 14) (φανός)發光物 15) (φαντάζω)顯示出來 16) (φαντασία)顯耀,幻想 17) (φάντασμα)顯示 18) (φωτίζω)照射
出現次數:總共(30);太(12);可(2);路(2);約(2);羅(1);林後(1);腓(1);來(1);雅(1);彼前(1);彼後(1);約壹(1);啓(4)
譯字彙編
1) 顯現(5) 太1:20; 太2:13; 太2:19; 可16:9; 路9:8;
2) 照耀(3) 腓2:15; 約壹2:8; 啓18:23;
3) 顯出(2) 太23:28; 羅7:13;
4) 照(2) 約1:5; 彼後1:19;
5) 顯得(2) 太23:27; 路24:11;
6) 出現(2) 太2:7; 雅4:14;
7) 顯明之物(1) 來11:3;
8) 叫⋯看見(1) 太6:5;
9) 可站立(1) 彼前4:18;
10) 光照(1) 啓21:23;
11) 發光(1) 啓1:16;
12) 光(1) 啓8:12;
13) 看看(1) 可14:64;
14) 看見(1) 太9:33;
15) 看出(1) 太6:16;
16) 顯出來(1) 太13:26;
17) 照到(1) 太24:27;
18) 明亮(1) 約5:35;
19) 要顯(1) 太24:30;
20) 顯明(1) 林後13:7

English (Woodhouse)

appear, seem, be forth-coming, be found, be in sight, be in view, be proved to have, be proved, be seen, be shown, be visible, come into being, come into prominence, come to light, crop up, make one's appearance, prove oneself, proved

Mantoulidis Etymological

(=φέρνω στό φῶς, φανερώνω καί παθητ. φαίνομαι (=ἔρχομαι στό φῶς). Ἀρχική ρίζα φα- (τοῦ φάω). Θέμα φαν+j+ω → φαίνω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φανερός, φανερῶ, φανή (=πυρσός), φανός (=λαμπρός), φανός, ὁ (=πυρσός), φανίον (ὑποκορ.), φανάριον, φανότης, ἀφανής, Ἀριστοφάνης, διαφανής, διαφάνεια, ἐκφανής, ἐπιφανής, ἐπιφάνεια, θεοφάνεια, καταφανής, περιφανής, περιφάνεια, προφανής, ὑπερφανής, φάνσις, ἀπόφανσις, φαντάζω, φαντασία, φαντασιόω -ῶ, φάντασμα, φαντασμός, φανταστής, φανταστικός, φανταστός, ἀφάνταστος, φάντης, ἱεροφάντης, συκοφάντης, συκοφαντῶ, φαντός, ἄφαντος, ἀποφαντός, ἐπίφαντος, περίφαντος, ἀποφαντέον, ἀποφαντικός, ἐμφαντικός, ἐμφαντικῶς, φάσις (=καταγγελία, ἐμφάνιση), ἀπόφασις, ἔμφασις, ἐπίφασις, παρέμφασις, πεφασμένως, ἀποπεφασμένως, ἀκραιφνής (=ἀμιγής, ἀκεραιοφανής).

Léxico de magia

en v. med. aparecerse, manifestarse un dios ἐὰν οὖν μὴ φανῇ, ἐπίθυε κριοῦ μέλανος ἐγκέφαλον si no se manifiesta, quema como ofrenda los sesos de un carnero negro P II 45 ἐπικαλοῦμαί σε, κύριε, ἵνα μοι φανῇς ἀγαθῇ μορφῇ te invoco, señor, para que te aparezcas a mí con forma benéfica P XIII 72 ἐπικαλοῦμαί δε, κύριε, ἵνα μοι φανῇ ἡ ἀληθινή σου μορφή te invoco, señor, para que se me aparezca tu verdadera forma P XIII 583 ὁ μέγας θεός, ὁ φανεὶς ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ el gran dios, el que se manifiesta en todo el mundo P IV 1220 φάνηθί μοι, ὁ ἀρχάγγελος τῶν ὑπὸ τὸν κόσμον, αὐθέντα Ἥλιε muéstrate a mí, el arcángel de los que están bajo el cosmos, soberano Helios P XIII 257 δέομαι, κύριε, ἵλεως μοι γενοῦ καὶ ἀψευδῶς μοι φανεὶς χρημάτισον te suplico, señor, sé propicio conmigo y mostrándote a mí vaticíname sin engaño P V 421 εὐχαριστῶ σοι, κυρία, ὅτι μοι ἐφάνθης te doy gracias, señora, porque te has hecho visible para mí P XIa 14 φάνηθί μοι ἐν τῇ μαντείᾳ, ὁ μεγαλόφρων θεός muéstrate a mí en este acto de adivinación, dios de grande pensamiento P VII 550 φανήτω ὁ <ποιήσας> τὰ τέσσαρα μέρη τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ τέσσαρα θεμείλια τῆς γῆς que se muestre el que hizo las cuatro partes del cielo y los cuatro cimientos de la tierra P VII 552 ἡ δὲ πορεία τῶν ὁρωμένων θεῶν διὰ τοῦ δίσκου, πατρός μου, θεοῦ, φανήσεται el paso de los dioses visibles se manifestará a través del disco del dios, mi padre P IV 549 un muerto φανήσεται, ὃν φωνεῖς, θεὸς ἢ νέκυς se te mostrará el dios o difunto que llames P IV 249