μουνογενής

Revision as of 14:28, 3 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

v. μονογενής.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μονογενής.

Greek (Liddell-Scott)

μουνογενής: μουνόγονος, μουνόλιθος, μουνομήτωρ, μουνοτόκος, μουνόω, κτλ., ἴδε ἐν λ. μονο-.

Greek Monolingual

μουνογενής, -ές (Α)
ιων. τ. βλ. μονογενής.

Greek Monotonic

μουνογενής: μουνόγονος, μουνόλιθος, μουνομήτωρ, μουνοτόκος, μουνόω, Ιων. αντί μον-.

German (Pape)

ion. = μονογενής.