κύρωσις

Revision as of 13:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

[ῡ], εως, ἡ, ratification, Th.6.103, Sammelb.4512 (ii B.C.), etc.; τῶν λεγομένων J.AJ4.8.44; πᾶσα… ἡ κ. διὰ λόγων ἐστί Pl. Grg.450b.

German (Pape)

[Seite 1538] ἡ, Bestätigung, Bekräftigung; κ. μὲν οὐδεμία ἐγίγνετο Thuc. 6, 103; πᾶσαπρᾶξις καὶ ἡ κύρωσις, Ausführung, διὰ λόγων ἐστίν Plat. Gorg. 450 b; öfters bei Sp., wie Ios., ἐπὶ κυρώσει τῶν λεγομένων.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
sanction.
Étymologie: κυρόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύρωσις -εως, ἡ [κυρόω] bekrachtiging (van een verdrag). effect:. πᾶσα... ἡ κύρωσις διὰ λόγων ἐστί alles wat zij (retorica) bereikt gaat door middel van woorden Plat. Grg. 450b.

Russian (Dvoretsky)

κύρωσις: εως (ῡ) ἡ
1 решение, согласие, соглашение (κ. οὐδεμία ἐγίγνετο Thuc.);
2 суть, сущность (πᾶσαπρᾶξις καὶ ἡ κ. τῆς ῥητορικῆς Plat.).

Greek Monotonic

κύρωσις: [ῡ], -εως, ἡ (κυρόω), επικύρωση, γνησιότητα, σε Θουκ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κύρωσις: ῦ, εως, ἡ, (κυρόω) ἐπικύρωσις, Θουκ. 6. 103, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 44, κτλ.· πᾶσα… ἡ κ. διὰ τῶν λόγων ἐστὶ Πλάτ. Γοργ. 450Β.

Middle Liddell

κύ¯ρωσις, εως κυρόω
a ratification, Thuc., Plat.

English (Woodhouse)

ratification

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό κυρόω, πού παράγεται ἀπό τό κῦρος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.