λαλητρίς

Revision as of 14:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, talker, prattler, AP5.236.7 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 9] ίδος, ἡ (fem. zu dem nicht vorkommenden λαλητής), die Schwätzerinn, χελιδόνες Agath. 12 (V, 237).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
babillarde.
Étymologie: λαλέω.

Russian (Dvoretsky)

λᾰλητρίς: ίδος adj. f болтливая, щебечущая (χελιδόνες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾰλητρίς: -ίδος, λάλος γυνή, φλύαρος, Ἀνθ. Π. 5. 237.

Greek Monolingual

λαλητρίς, -ίδος, ἡ (Α)
φλύαρη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ + επίθημα -τρίς (πρβλ. αυλητρίς, κληρωτρίς)].

Greek Monotonic

λᾰλητρίς: -ίδος, ἡ (λαλέω), ομιλητική γυναίκα, φλύαρη, σε Ανθ.

Middle Liddell

λᾰλητρίς, ίδος λαλέω
a talker, prattler, Anth.